Ο μονόλογος ενός ζητιάνου

 

Ο θεός πέθανε….τι ωραία διακήρυξη…μόνo που ο άνθρωπος όταν παραμένει αδύναμος κατασκευάζει νέους θεούς στην θέση των παλιών.Ο μοναχικός αγώνας του σχοινοβάτη να περάσει στην αντίπερα πλευρά γίνεται κάτω από τα αδιάφορα βλέμματα του όχλου. Τελικά τα βλέμματα των θεατών παρατηρούν την πτώση του σχοινοβάτη στην άβυσσο.Το διακύβευμα στην δολοφονία του θεού ήταν η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα, κανένας σκοπός, και καμία ουσία να εκπληρώσουμε.Αυτό εμπεριέχει μια τραγικότητα. Πάραυτα αν πάνω από τα συντρίμμια των παλιών μας χτισμάτων καταφέρναμε να χορεύουμε ώστε να γεννήσουμε ένα αστέρι να χορεύει, ίσως κάναμε μια υπέρβαση. Άλλωστε μόνο ερείπια και συντρίμμια φωλιάζουν στην ανθρωπινή ψυχή αλλά οι άνθρωποι θέλουν να το ξεχάσουν. Αυτός είναι ο λόγος που κατασκευάζει παραδείσους…και κολάσεις βέβαια….πως θα ήταν δυνατόν ένας παράδεισος δίχως και μια κόλαση απέναντι.Μονό που ο παλιός παράδεισος πέθανε. Μαράζωσε κάτω από νέον φώτα, διαφημίσεις και καπνισμένα φουγάρα. Για αυτό κάποιοι κατασκεύασαν νέους παραδείσους…δίχως θεό ..αλλά τον άνθρωπο…παραδείσους στα σύνορα της φαντασίας για να αντέξει ο νους την επίγεια κόλαση…Όπως σε όλους τους παραδείσους εμφανιστήκαν ιερείς.. ειδικοί…μάγοι της ελευθερίας…να διακηρύττουν την άφιξη της νέας(;) αυτής Εδέμ.Και τότε εμφανιστήκαν νέοι αμαρτωλοί.. και νέα προπατορικά αμαρτήματα. Τον ήλιο της αλήθειας σε κάποια σκοτεινή σπήλια τον είδαν λίγοι …οι άλλοι περιμένουν με αγωνία να ακούσουν την αφήγηση των πεφωτισμένων. Μόνο που κάνεις δεν υπάρχει να διαβεβαιώσει αν αυτός ο ήλιος ήταν αληθινός η όχι.. αν υπήρχε πράγματι έστω…Και σε αυτές τις ιστορίες πάντα υπάρχουν κάποιοι που δεν χωρούν,. Κάποιοι που πάντα θα είναι εξόριστοι. Όσα τοτέμ και να κτίστηκαν στην ανθρωπινή ιστορία, υπήρχαν σαν σκιάχτρα για να τρομάζουν τους ξένους.Αυτοί νέοι παράδεισοι έχουν δικά τους τοτέμ. Όπου ακούς για θυσίες, νέοι σταυροί έχουν εγερθεί….η ανθρωπινή κάρδια δεν αλλάζει…αν της δώσεις ένα σκοπό είναι ικανή να δεχθεί ακόμα και τον μεγαλύτερο πόνο…Για αυτό όσοι θέλησαν να κάνουν πραγματικά υπέρβαση έμειναν μόνοι και στο τέλος γκρεμίστηκαν κάτω από την ιδία τους την φλόγα.Για αυτό μην ακούς μεγάλες διακηρύξεις και μεγάλες ιδέες. Να φοβάσαι πάντα τους αγνούς και τους καθαρούς. Να εχθρεύεσαι τους πιστούς που ακολουθούν ιερείς ανεξαρτήτου χρώματος…ξέρεις αν ακόμα τα χρώματα των ιερέων είναι το μαύρο και το κόκκινο… ακόμα κι αν στις λέξεις τους ψιθυρίζετε η ελευθερία.. είναι οι ίδιοι που μιλούν για θεούς…για κόσμους με τιμωρίες …εξορίες…και αίμα..Αίμα….το αίμα θα πεις ότι έχει ταΐσει την ιστορία δεν διαφωνώ.. αλλά δυσπιστώ μπροστά στις αγαθές προθέσεις..

Σου είπα το μονοπάτι για την υπέρβαση είναι ένα λεπτό σχοινί…αν θες να το διαβείς να είσαι έτοιμος να γκρεμιστείς.. αλλιώς κάτσε στον όχλο που παρατηρεί.. ή στην μοναξιά σου… φτιάξε ένα τραγούδι για την κάρδια που αγωνιά αν την άκουσε κάνεις…

Έτσι και αλλιώς σήμερα είναι ωραία νύχτα και οι άνθρωποι γιορτάζουν για να ξεχάσουν….

 

Κάποιο βράδυ

 

Στων ονείρων τα πανιά

Στο βάθρο των θέων που πέφτει και χάνεται

Εκεί που του σώματος οι ευγενή πόθοι χαρίζονται

Εκεί που τα δάκρυα και τα χαμογελά χαράζονται σαν πληγές

Στις ατέλειωτες νύχτες

Εκεί που ο εαυτός μοιάζει με ραγισμένο είδωλο

Εκεί που κάποιος ξένος καθρέφτης γνέφει καταφατικά

Μέσα σε λίτρα αλκοόλ και δυνατές μουσικές

Εκεί που τα σώματα συναντιούνται και χάνονται

Ίσως με συναντήσεις

Πριν ακόμα χαθώ..

Χορεύοντας στις γιορτές του εφήμερου

 

 

για τους εκβιαστικούς χρόνους

Σε μια στιγμή που η ειρωνεία γελάει πάνω στη θλίψη μας
εκείνη η στιγμή είναι που το βλέμμα τους μας “υποβάλλει” ενοχές,
όταν ξαναξεκινά ο χρόνος και συνειδητοποιούμε
το αίμα που αφήσαμε στους άσπρους – καθαρούς τους τοίχους

κλωτσάμε την πόρτα !.. κι όμως δεν έχουμε τα πόδια να τρέξουμε στους δρόμους

Αυτή τη στιγμή τα λόγια μου κατέρρευσαν μπροστά στο κύρος τους
κι όταν κράτησα σφιχτά οτιδήποτε τροφοδοτούσε
τη συνείδηση της κραυγής μου,
σχολίασαν ήσυχα από τον άσπρο – βελούδινο καναπέ τους

δεν έχεις τίποτα , δεν είσαι τίποτα

Κι όμως για μια στιγμή είδα τα πάντα διάχυτα σε αυτόν τον κόσμο
γιατί είναι η κάθε στιγμή που απαρτίζει αυτή τη
γενίκευση του αίσχους,
διάχυτες και οι στιγμές που κανονίζονται στις ζωές μας,
τα συναισθήματα στις στιγμές κατανεμημένα και οι επιθυμίες μας διάσπαρτες·

γι’αυτό και γώ

δεν είμαι τώρα εδώ και δεν είμαι μόνος
ούτε χθες ήμουνα εκεί που υπέδειξαν
κι αν το αύριο με νοιάζει

είναι γιατί συνέχεια ενώνουμε κομμάτια ..και προτάσσουμε τα πάντα



Δεν έχω δει πλοία

Δεν έχω δει πλοία από τα κάστρα των ουρανών

Από τα χαμογελά που χάθηκαν σε νύχτες γεμάτες φεγγάρι

Από ιστορίες που μίλησαν για τόπους ξένους και μαγικούς

Για δρόμους που συναντήθηκαν και ύστερα χάθηκαν

Για γιορτές στημένες σε κάδρα από θειάφι

Από ανθρώπους αγαπημένους και ξένους

Για χείλη που στέρεψαν από το στόμιο της πηγής τους

Δεν έχω δει πλοία από κάστρα των ουρανών

Σε συννεφιασμένα τοπία και ερειπωμένα βλέμματα

Σε πόλεις που υπερηφανεύονται για τα τείχη τους

Και τους πανύψηλους πύργους

Σε βεβιασμένες φυγές και την απώλεια στην σιωπή που απομένει

Στα ρολόγια που ξεστομίζουν κατάρες

Στο χαμόγελο σου…

Δεν έχω δει πλοία από κάστρα των ουρανών

Στην άκρη του κόσμου

 

Στην άκρη του κόσμου

Άστεγοι των ονείρων περιπλανιούνται άσκοπα σε μια έρημη πόλη

Κλόουν και παλιάτσοι δίχως τρικ και κόλπα παίζουν μία τελευταία παράσταση δίχως κοινό

Και οι τρελοί να χορεύουν ξανά και ξανά….

 

Στην άκρη του κόσμου

Μια ξεσκισμένη σημαία κυματίζει σε έναν άδειο ουρανό

Εδώ σε κάθε ανάσα μετριούνται αντίστροφα οι αναμνήσεις που ξεφτίζουν

Εδώ βλέπω στο χαμόγελο σου τον θάνατο ζωγραφισμένο σε ένα τοίχο λευκό

 

Εδώ στην άκρη του κόσμου

Η αλήθεια είναι μια φάλτσα μελωδία

Και η μορφή ένας άμετρος ρυθμός

Και το μόνο που απομένει είναι σιωπή….

 

Incognita sperans

Ένα κορίτσι εμφανίζεται και ονειρεύεται
Χιλιάδες πεταλούδες να ταξιδεύουν
Σε χώρες ονειρικές και ξένες
Περά από τη πράσινη θάλασσα

Μια γιορτή ξεκινά σε μια έρημη πόλη
Μεθυστικές μουσικές ξέφρενοι χοροί
Οι πεταλούδες μεταμορφώνονται.. σε ανθρώπους
Η πόλη αποκτά μετά από χρόνια ζωή
Σε μια στιγμή η γιορτή στην κορυφή
Οι άνθρωποι γίνονται ανθισμένα δέντρα

Ανάμεσα στα συντρίμμια ένα ρόδο ανθεί
Μέσα από αντίλαλους θανάτου και βουβές κραυγές
Μια ηχώ ελπίδας..
Για μια άγνωστη που ελπίζει…

Θάνατος

Δεν κατηγορώ αυτούς που επιλέγουν τον θάνατο.

Πώς θα μπορούσα άλλωστε;

Υπήρξε και παραμένει η πιο πρoφανής λύση.

Είναι σχεδόν παρήγορο το ότι υπάρχει τέλος.

Όχι δεν κατηγορώ καθόλου αυτούς που αντί να ζήσουν επιλέγουν

καθημερινά τον θάνατο σε δόσεις.

Σε δόσεις τηλέορασης, ίντερνετ,τσιγάρου,οινοπνεύματος

και ιδεοληψιών έρχεται βολικός.

Οφείλουμε να το παραδεχτούμε

ο χάρος παγανιά

ν

Τον ξεχνάμε ενίοτε. Τον προσπερνά το βλέμμα γυρισμένο από την άλλη.

Ακόμα κι όταν βυθιζόμαστε μαζί του στο μηδέν.

 

 

 

Και είναι πάντα εκεί δίπλα μας.

Τον ξεχνάμε ενίοτε. Τον προσπερνάμε με το βλέμμα γυρισμένο από την άλλη.

Ακόμα κι όταν βυθιζόμαστε μαζί του στο μηδέν.

 

 

 

Περιμένοντας να ανάψει πράσινο…

Ζέστη, κούραση, τρελοί οδηγοί και καυσαέρια….θα μίλαγα και για την μοναξιά αλλά δυστυχώς η πεζότητα είναι πιο άμεση και την κατανοείς πιο εύκολα.
Όποτε δεν έχω όρεξη να μιλήσω για αυτό. καθώς ενώνομαι με χιλιάδες αλλά  μεταλλικά σώματα σε γκρίζες διαδρομές και δρομολόγια, οι λέξεις χάνουν ολοένα πιο πολύ αυτό που θα ήθελαν να πουν. Το ραδιόφωνο παίζει κάθε μέρα τα ιδία κομμάτια και αγχωμένοι παρουσιαστές σε αγώνα για πρωτοτυπία, συμπληρώνουν ένα οκτάωρο κίνησης μέσα στους νευρώνες αυτής της άσχημης πόλης.
Γεια σας κύριε έχετε ένα δέμα! Τι παράλογο! όλα αυτά τα σφιγμένα χαμόγελα που συναντώ κάθε μέρα μου γίνονται μια ανυπόφορη συνήθεια.
Ποιος είναι ο λόγος οι άνθρωποι να πρέπει να χαμογελάνε; Μυρίζει πλαστικό και σάχλες διαφημίσεις όλη αυτή η κατάσταση. Μου μοιάζουν ολοένα πιο πολύ με τα προϊόντα τα οποία τους μοιράζω. Πιστεύω κάποια μέρα θα αρχίσει να γίνεται το αντίθετο. Θα παραδίδουμε ανθρώπους σε εμπορεύματα. Αυτά  ευγενικά θα χαμογελούν και θα δίνουν ένα φιλοδώρημα για τον ταλαιπωρημένο οδηγό.
Η πόλη είναι πλημμυρισμένη από χαμόγελα. Από πολύχρωμα χαμόγελα. Δεν χαμογελούν οι άνθρωπο όμως. Χαμογελούν οι διαφημίσεις για αυτούς. Είναι παντού. Το ίδιο αστραφτερό χαμόγελο. Πλέον αρχίζει να είναι τρομακτικό.
Η πόλη είναι μια τεράστια νεύρωση. Έφηβες που ανακαλύπτουν το σώμα τους και εξερευνούν το πρωτόγονο βλέμμα των υποανάπτυκτων αρσενικών, κύριοι με γραβάτες που δεν έχουν πρόσωπο, έφηβοι που προσπαθούν να αποδείξουν πως ανταποκρίνονται καλύτερα στον βάρβαρο κόσμο των ανδρών…ένα τεράστιο ρόλοι κουρδίζει αυτήν την τεράστια νεύρωση. Ο κόσμος έχει μάθει να κινείται όπως του δείχνουν τα φανάρια.
Ο φραπές ο όποιος ταλανίζεται στην θέση του οδηγού έχει αρχίσει να ζεσταίνεται. Πλέον δεν  μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη του λαιμού μου για κάτι δροσερό.
Ανάβω ένα τσιγάρο…
Συνήθως τα φανάρια προσφέρονται για τέτοια μικροπράματα. Το μυαλό μετά από κάποιες ώρες οδήγησης έχει την τάση να αποδρά από την πραγματικότητα . θέλει να σκέπτεται άλλους τόπους, καμία θηλυκή ύπαρξη που έτυχε να περάσει από το βλέμμα μου σε κάποιο μπαρ και διάφορες άλλες τυχαίες εικόνες. Στην ουσία είναι η άρνηση του σώματος μου να δεχθεί ότι πρέπει να συνεχίσει άλλες τόσες ώρες να κάνει το ίδιο πρίμα. Το ίδιο πράγμα που έκανε χτες και μάλλον θα κάνει και αύριο.
Το φανάρι ανάβει πράσινο….κόρνες ουρλιάζουν ηδη ώρα πρέπει να φύγω…

Η ιστορία της εύφορης κοιλάδας

                                                1

                                               
Το τοπίο γυρίζει παντού. Παντού νεκρά δέρματα φιδιών και κάτοικοι. Μια γυναίκα γυμνή ψάχνει την γιγάντια μηλιά. Ο  Ουρανός γκρίζος, προμηνύει βροχή. Ο άγνωστος περπάτα και θαυμάζει το τοπίο.
Είναι αργά για ανόητες ιστορίες σκέπτεται….

                                                     2

Τα άλογα με τους διαβάτες του ολέθρου σκόρπισαν τον θρήνο στην εύφορη κοιλάδα
Πτώματα και ερείπια, στολίδια στην έμπνευση του χεριού που αναζητά να εκπληρώσει την ανάγκη του για δημιουργία
Και τα παιδιά , εκλεπτυσμένα  προσπαθούν να ζωγραφίσουν  το τοπίο
Φώτα μοναξιά και θάνατος τα όνειρα των διαβάτων καθώς ξαποσταίνουν στην γιγάντια μηλιά
Το κοινό έντρομο παρακολουθεί και αναμένει την σειρά του για το πλοίο της λήθης
Ένα παιδί πλησιάζει και τους μπήγει ένα σπαθί στην κάρδια τους
Έτσι τελειώνει τη ζωγραφιά του…
Όπως και ο μύθος των 4 καβαλάρηδων

                                                       3

Το φως των κεριών τρεμοπαίζει….
«Μην πιστεύετε στον ήλιο.. προσφέρει ψεύδη…»
Σιγοψιθυρίζει και πνίγει τα λόγια του από το στόμιο της πηγής τους
Και ύστερα σιωπή…

                                                       4

Οι  κάτοικοι της εύφορης κοιλάδας κάποτε ήταν κλεισμένοι σε μια σπηλιά. Δεμένοι και να βλέπουν μπροστά τις σκιές από την φωτιά πίσω τους.
Οι σκιές ανθρώπων και πραγμάτων ήταν η μόνη και μοναδική αλήθεια
Ώσπου τα δεσμά χαλάρωσαν και ανακάλυψαν έξω από την σπήλια τον ήλιο της εύφορης κοιλάδας…
   

                                                        5

Αυτό που οφείλει να είναι, οφείλει να μην είναι
Αυτό που οφείλει να μην είναι,  οφείλει να είναι
Και το τοπίο μεταμορφώνεται αδιάφορα για τον μοναχικό παρατηρητή
Όλα μοιάζουν να χάνονται σε επισκιάσεις του αυριανού και χθεσινού καθρέπτη
Αυτά συλλογίζεται το ερειπωμένο σκιάχτρο καθώς τα κοράκια δεν το φοβούνται πια…

                                                        
                                                          6

Μην τολμήσεις να αγγίξεις το πρόσωπο από στάχτες ενός νεκρού θεού
Θα σωριαστείς ευθύς στις πύλες του Αδη
Χωρίς να μπορείς ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του ερώτα και του θανάτου
Χιλιάδες νεράιδες θα αναστήσουν αυτό το γέρικοι κορμί
Με μοναδικό ίσως σκοπό να αναχωρήσει στον άνεμο
Περιμένοντας τις πεταλούδες να δώσουν ξανά ομορφιά σε αυτό το τοπίο
Ένα ρόδο φύτρωσε  στην δύση, δίπλα στην νέα κοπέλα
Αυτή χαμογέλασε και ύστερα εξαφανίστηκε στα τραγούδια της νύχτας..

                                                           7

Αυτή είναι η ιστορία της εύφορης κοιλάδας
Μια ιστορία χαρούμενη, δίχως αφηγήσεις θανάτου και θλίψης
Δίχως αντιθέσεις
Τα πάντα ανθούν και ο χρόνος τραγουδά ιδία τον σκοπό του σήμερα, του χθες και του αύριο…
Η ευτυχία είναι ένα ρόδο που δεν μαραίνεται ποτέ
Ο άρχοντας δείχνει την ευγνομωσυνη του και οι κατοικοι τη δεχονται απλοχερα κανοντας με χαμόγελα την δουλεία τους
Το χειμώνα ετοιμάζονται την σοδειά του καλοκαιριού και ευγνωμονούν την θεά της γονιμότητας
Την άνοιξη ετοιμάζουν την περίλαμπρη γιορτή
Το φθινόπωρο η περίλαμπρη γιορτή δείχνει το μεγαλείο της ζωής. Ο άρχοντας κοιτάξει με χαρά τα παιδιά του
Ο άγνωστος χαμογελά καθώς βλέπει τα κοράκια να γιορτάζουν και να χορεύουν  γύρω από το άγαλμα του θεού…

                                                              
                                                                  
                                                        8

Θραύσματα αγγελικών πρόσωπων έπεσαν από τον ουρανό
Σχημάτισαν  το άγαλμα ενός γυάλινου θεού
Το φως είναι εκτυφλωτικό μέσα από το σώμα του
Οι πιστοί το δόξασαν δίχως δεύτερη σκέψη
Έτσι στήθηκε γιορτή προς τιμήν του
Περίλαμπρη γιορτή, δοξασία για την ευδαιμονία της εύφορης κοιλάδας
Έπιασε  βροχή
Το άγαλμα ράγισε..
Κάνεις δεν το πρόσεξε… το φως δεν έπαψε να αστράφτει στα μάτια των πιστών…
Ο άγνωστος χαμογέλασε …
Καθώς η γιορτή ετοιμαζόταν έφυγε…
Το άγαλμα θα γκρεμιζόταν μέσα  από το φως του…

                                                         9

Η βροχή δε σταματά. Ο άρχοντας μοιάζει δυστυχισμένος..
Το Αγάθο της ζωής τρεμόπαιζε σαν τα κεριά του παλατιού του
Ρώτησε τον προφήτη του
Με το βλήμα του Λαζάρου πηρέ απάντηση τη σιωπή
Την επόμενη μέρα κρεμασμένος αποβιβαζόταν στο πλοίο της λήθης
Δίχως ένα γράμμα…
Η νύχτα τελείωσε κάτω από μια τεράστια σιωπή…

                                                     
                                                       10

Ο άγνωστος διαβατής περπάτα απολαμβάνοντας την βροχή…
Το τοπίο μοιάζει ξένο…
4 καβαλάρηδες τον σταματούν και τον ρωτούν για την γιορτή της εύφορης κοιλάδας
Ο άγνωστος απάντησε
« η γιορτή είναι κει όπως πάντα ήταν εκεί…
Στην σπήλια τίποτα δεν αλλάζει, τα φωτά δεν σβήνουν  ποτέ καθώς ήταν και θα είναι πάντα εκεί…
Οι καθρέφτες μπροστά τους υπάρχουν για να ξεχάσουν οι κατοικοι ότι τα δεσμά τα έβαλαν ξανά με χαρά οι ίδιοι…»
Οι  4 καβαλάρηδες φόρεσαν την μάσκα του θανάτου και ξεκίνησαν για την εύφορη κοιλάδα
 Το τοπίο  γυρίζει… και ο διαβατής συνεχίζει την διαδρομή του…

Μικρές ιστορίες

                                                1

Η χιονάτη σκέπασε με τρυφερότητα το γυάλινο φέρετρο των επτά νάνων. Το πλήθος μαζεύτηκε να κλάψει αυτά τα μικρά πλάσματα. Η πριγκίπισσα κοιτά την βουβή ομορφιά της χιονάτης και τραβά στιλέτο κατευθείαν στην καρδιά της. το κοινό χειροκροτεί νομίζοντας πως θα γίνει ένα θαύμα….η χιονάτη ραγίζει και σπάει σαν τον παλιό καθρέπτη της μητριάς της…

                                                   2

Νύχτα…το δασός μοιάζει με ένα άγριο μέρος όπου οι σκιές του παίζουν παράξενα παιχνίδια. Χιλιάδες σκιές σταυρωμένων ξερνούν κραυγές για τον ερχομό κάποιας ελπίδας.
Μάταια όμως , ο ήλιος που κάνει την ιδία διαδρομή εδώ και αρκετά χρόνια αναζωπυρώνει τον πόνο τους. Πάραυτα είναι απλό…αν κουνηθούν λίγο, τα σκουριασμένα καρφιά από την υγρασία, θα βγουν από το σάπιο και γερασμένο ξύλο, το όποιο τους έχει φυλακίσει.
Το δασός ορθώνει τα ψηλά του δέντρα και εμποδίζουν το φως του φεγγαριού. Αυτό κάνει τη θεά ακόμα πιο τρομακτική..
Αυτός ο άγνωστος όμως, πρέπει να συνεχίσει την διαδρομή του. Παράξενες μουσικές ακούγονται από κάπου. Κάποιοι σήμερα γιορτάζουν κάτι πένθιμο. Ο άγνωστος προχώρα.
Στο τέλος της διαδρομής βρίσκεται ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Παρά τα χαλιά του είναι το μονό κατάλυμα για την νύχτα.
Το σπίτι είναι γεμάτο καθρέπτες , οι όποιοι δείχνουν παράξενες εικόνες….
Πονοκέφαλος… τα έπιπλα μοιάζουν να χάνονται  και η ζάλη μεγαλώνει..
Στα χεριά του διαβατή βρίσκεται μια σφύρα.. ένα έναν ευλαβικά τους σπάει
Μέσα από τα θραύσματα σχηματίζεται η έξοδος, o  άγνωστος κοιτά έξω και ελπίζει να έχει ξημερώσει…
 
                                                        3

Πρέπει να είναι νύχτα… το σπίτι έχει μια τεράστια αυλή όπου τα τείχη της ορθώνονται τόσο ψηλά ώστε τα μάτια σου να αδυνατούν να δουν  έξω. Μπροστά από τα ηδη ψηλά τείχη ορθώνονται γιγάντια πεύκα.
Τα πάντα τυλίγονται από μια απόχρωση γκρίζου.
Η νύχτα χαμογελά στους ενοίκους αυτού του σπιτιού.
Κάποια στιγμή στον δρόμο που είναι απέξω από το σπίτι εμφανίζεται ένα φως
Οι ένοικοι βγαίνουν έξω να δουν αν είναι κάποιος.
Αυτό που αχνοφαίνεται είναι μια τεράστια πολύχρωμη μπάλα, η οποία πλησιάζει και πιο πολύ.
Τελικά στον ορίζοντα μια παρέα κλόουν φαίνεται να πλησιάζει το σπίτι.
Η μπάλα μοιάζει να είναι στον αέρα αφού ένας κλόουν την παίζει περίτεχνα μέχρι αυτοί  οι ταξιδιώτες να φτάσουν τον προορισμό τους.
Σιωπή…μέχρι τα χαρούμενα τραγούδια των επισκεπτών να φτάσουν στα αφτιά των ενοίκων.
Αμέσως αρχίζουν τα παιχνίδια. Η μπάλα γίνεται το κέντρο  αυτής της ιδιόμορφης παρέας. Κάποια στιγμή η μπάλα φεύγει. Μια κοπέλα κλόουν η οποία έμοιαζε με τσιγγάνα με πλησίασε και άρχισε τα ερωτικά παιχνίδια.
Εκείνη την στιγμή όμως δεν ήμουν εγώ  αλλά κάποιος άλλος.
Και μια φωνή  οικεία , που ουρλιάζει να μην το κάνω.
Πάραυτα την παρακούω.
Την άλλη μέρα πάνω στη μια πλευρά του τοίχου ήταν ένα σεντούκι και ένα δοκάρι να κρέμεται από πάνω τού  . Οι περισσότεροι νομίζουν πως πρέπει να είναι κάποιος θησαυρός.
Κάτι φρικτό όμως έχει γίνει. Τα τραγούδια έχουν αλλάξει. Αφού μετακινιέται το δοκάρι, πρέπει να μετακινηθεί και το σεντούκι.
Τα τραγούδια παίζουν σε πένθιμο ρυθμό και εγώ έχω την αίσθηση πως η μικρή τσιγγάνα βρίσκεται νεκρή
Όμως δεν υπάρχει τίποτα παρά μια βαθειά τρυπά. Ξαφνικά νερό αρχίζει να αναβλύζει από αυτή τη τρυπά.
Ότι και να κάνουμε δε μπορούμε να το σταματήσουμε. Πλημμυρίζουν τα πάντα. προσπαθούμε να κλείσουμε την τρύπα αλλά μάταια. Το ξημέρωμα μας βρίσκει σε βάρκες να περισυλλέγουμε ανθρώπους και αντικείμενα…

                                                4

Μικρός έβλεπα ότι έκανα ποδήλατο (το τρίκυκλο ακόμα..) στο άχτιστο σπίτι που ήταν διπλά στο σπίτι της γιαγιάς μου. Κάτω από το σπίτι ήταν ένα οικόπεδο. Καθώς έκανα ποδήλατο έπεφτα  και πάλι βρισκόμουν να κάνω ποδήλατο στην οικοδομή ώσπου να πέσω και να ξαναδώ ότι κάνω ποδήλατο στην οικοδομή…ώσπου να πέσω .. να κάνω ποδήλατο και αυτό το όνειρο δεν τέλειωνε ποτέ…ακόμα και τώρα με τρομάζει….