Αγαπητέ Βλαδίμηρε

 

 

...για άλλη μια φορά ήμουν έτοιμος να σκοτώσω το θεό. Ήδη είχα βάλει ένα καλό ουίσκι στο ποτήρι μου και κάπνιζα ένα φινετσάτο πούρο Αβάνας ενώ το σαξόφωνο συνόδευε τις μελωδίες της βροχής…

Στο μεταξύ είχα φορέσει την κόκκινη κορδέλα, είχα δέσει τις αρβύλες μου και στην ζώνη μου είχα φορεμένο το μικρό ατσάλινο μαχαίρι του καββαδία. Επίσης με μεγάλη φροντίδα είχα ήδη ελέγξει το ντουφέκι μου από την ισπανική επανάσταση αν δούλευε ακόμα. θα ξεκινούσα για το ραντεβού μου με την ιστορία όταν το τραγούδι της άμμου θα τέλειωνε…μαζί με το καλό μου ουίσκι και το πούρο Αβάνας φυσικά. Έξω με περίμενε το lada με ζάντες σε σχήμα σφυροδρέπανου. Πίστευα πως όλα ήταν έτοιμα. Αυτή τη φορά ο θεός δεν θα μου την γλίτωνε σίγουρα.. .

Είχα ετοιμαστεί πλήρως και αφού πήρα το lada με τις ζάντες σφυροδρέπανο έβαλα στο ραδιόφωνο να παίζει την διεθνή στα σουαχιλι. Έχω το τουφέκιον από την ισπανική επανάσταση στο δίπλα κάθισμα και προσπαθώ να βάλω μπροστά το θαύμα της σοβιετικής τεχνολογίας. Μόλις το κτήνος βρυχάται, αρπάζω το τελευταίο μου πούρο Αβάνας και το ανάβω πανηγυρικά. επιτέλους ήρθε εκείνη η ριμάδα ώρα να μάθει ο θεός τι σημαίνει κομμουνισμός. Αφού περνώ λαγκάδια, τα Εξάρχεια, διαφορές μολότοφ και κάδους αναμμένους, φτάνω στην πιο σικ πλευρά του Λυκαβηττού. Αφού παίρνω το τουφεκιον σιγοψιθυρίζω « … βρέχει φωτιά στην στράτα μου …» υστέρα περιλούζω με βενζίνη το θαύμα της σοβιετικής αρκούδας και του βάζω φωτιά..θεέ αυτήν την φορά την έβαψες..

Με γρήγορα βήματα ανεβαίνω τις σκάλες και διαπιστώνω ότι οι πόρτες είναι ανοιχτές. Αφού μπουκάρω μέσα , μένω έκπληκτος. Ενώ η Αθήνα φλεγόταν, η αριστερά και η δεξιά πολυκατοικία ήθελε γκρέμισμα εκ θεμέλιων , βρισκόμουν σε παρτυ. Ενώ έχω μείνει έκπληκτος ακούω μια γνώριμη φωνή.. «φιλαράκι καλά είσαι;» . Δεν μου πήρε πολλή ώρα να καταλάβω. Ο Χένρυ τσινασκι με ένα ουίσκι στο χέρι με σερβίρει και χαμόγελα. Εγώ όμως παραμένω προσηλωμένος στο στόχο μου και αφού αρπάζω το ουίσκι , τον ρωτά που είναι ο θεός. Ο Χένρυ χαμογελά και μου ρωτά αν ξέχασα κάτι. Εκεί ένιωσα ότι με κορόιδευε. Εδώ είχα ραντεβού με την ιστορία. Ενώ έπαιζε το « σ έχω κάνει θεό..» ένας τύπος με περίεργο μουστάκι δεν σταμάτησε να γελά , και με έδειχνε λες και ήμουν χάνος. Ο Χένρυ με ένα ήρεμο ύφος με επανέφερε στην πραγματικότητα «Μάριε παΐδι μου ..ο θεός.. το ξέχασες.. πέθανε.. εδώ και πολύ καιρό.. τι φαντάσματα κυνηγάς νυχτιάτικα.. έλα και είμαστε έτοιμοι για το τραπέζι..»

αφού έφτασα στο τραπέζι ο Ιησούς με αμφίεση Τζον λενον, χάιδευε το στήθος της Μαγδαληνής ενώ αυτή μοίραζε τα φύλα , ο τσινασκι ξαναγέμιζε τα ποτά, ο Κάρολος ζητούσε δανεικά από έναν άγγλο φίλο του και έκανε rebuy.. και ενώ από το μπαλκόνι η πόλη καιγόταν και σκεφτόμουν πώς να χρησιμοποιούσα το ντουφέκι από την ισπανική επανάσταση άκουσα μια φωνή και τότε αναφώνησα

..τα βλέπω

 

 

Υγ: πες στην Α. να κλείσει τον θερμοσίφωνα και ότι θα πάω αύριο στο ραντεβού με την ιστορία..

 

 

 

 

 

Μερικές μικρές ιστορίες που περνούν την διάβαση του τραίνου φευγαλέα…

 

…βρίσκομαι στον βυθό της θάλασσας..πατώ πάνω στον ουρανό..έχω όχημα μου τα σύννεφα και δίπλα κολυμπούν πολύχρωμα ψάρια..και καθώς αιωρούμαι στα κύματα, ονειρεύομαι γκρίζους ουρανοξύστες ανθρώπους κρεμασμένους σε λεπτοδείκτες να αναζητούν το φεγγάρι..άλλα βλέπουν μόνο φώτα…άλλα εμένα το φεγγάρι μου χαμογελά τις νύχτες που αιωρούμαι πάνω στα κύματα..


…και από κει που ήμασταν το τοπίο άλλαξε..ο χώρος δεν ήταν όπως πάντα θα έπρεπε να ήταν…και όσο συνέβαινε αυτό μπροστά στα μάτια μας δεν έπρεπε να μέναμε βουβοί..τελικά μείναμε και το έδαφος που φιλοξενούσε άρχιζε να μας κατασπαράζει..και ήταν τόσο απλό…από τότε λίγοι αναρωτιούνται αν οι σκιές στο τοίχο είναι οι αλυσίδες τους και οι πολλοί άπλα έχουν ζωγραφίσει πάνω στις τελευταίες..σημαίες πατρίδες κόμματα θεούς και οτιδήποτε τους ταξιδεύει στην λήθη του είναι..

…το τραγούδι που σιγοψιθυρίζω τις νύχτες έμεινε μόνο του να ζωγραφίζει το φεγγάρι με χρώματα ..νεράιδες με φτερά πεταλούδας χαμογελούν στους νυσταγμένους ταξιδιώτες του τραίνου οι οποίοι χαϊδεύουν το γκρίζο και ψάχνουν κάπου να σφυρίξουν μια μελωδία χωρίς σκοπό…. το τραίνο ταξιδεύει πάνω στα σύννεφα και τα άστρα είναι τα φώτα των πολυκατοικιών..είναι κάνεις άραγε μέσα να βλέπει τον καπνό του τραίνου που χορεύει στον ουρανό με μελωδίες και χρώματα;

…πάντα θαύμαζα το γεγονός ότι περιστρεφόταν ο κόσμος, άλλοτε γύρω από τον εαυτό του, άλλοτε γύρω από ένα ήλιο .. μέχρι καμία στιγμή απόψε να περιστρέφεται και τα πάντα έπαψαν σχεδόν να κινούνται και ο κόσμος χωρίστηκε στα δυο..στον κόσμο της αιωνίας νύχτας και στον κόσμο της αιωνίας μέρας..από τότε όσα είχαν κάποια σημασία έπαψαν σιγά να έχουν νόημα και στους δυο κόσμους..αυτό που πάντα ήθελε να άλλαζε συντηρούσε αυτό πάντα ήθελε να μείνει ίδιο..έτσι το χθες το σήμερα και το αύριο έγιναν ένα στους δυο κόσμους… πλέον κάνεις δεν πήγαινε σε ναούς , δεν ήθελε να δημιουργήσει, να βγάλει λεφτά..στην αρχή οι δυο κόσμοι επιχείρησαν να κάνουν πόλεμο..ο ένας ήθελε το φεγγάρι.. ο άλλος ήθελε τον ήλιο..άλλα στο τέλος δεν είχε ούτε αυτό σημασία.. έτσι μια μέρα καθώς περπατούσα στο δάσος άκουσα μια περίεργη μουσική …τότε είδα γυμνές γυναίκες με μαύρες μάσκες αλεπούς να παίζουν μιαν αλλόκοτη μελωδία και άνδρες με λευκές μάσκες αλεπούς να παίζουν έναν απόκοσμο ρυθμό..τότε διαπίστωσα ότι ήταν παιδιά που έβλεπαν τα δέντρα να χορεύουν .. ήμασταν στον ενδιάμεσο κόσμο του ημίφωτος..τότε ένα κορίτσι με πηρέ από το χέρι και με το τραίνο γυρίσαμε τον κόσμο..οι ουρανοξύστες που κάποτε έφταναν τους ουρανούς είτε είχαν ερειπωθεί είτε είχαν γκρεμιστεί..τα άλλοτε μνημεία του παλαιού κόσμου είχαν καταλειφθεί από αναρριχητικά φυτά και μαϊμούδες και οι άνθρωποι του παλαιού κόσμου ..αυτοί που κάποτε ευχόταν να γυρίσει η περιστροφή έβγαλαν ρίζες με αποτέλεσμα οι πάλαιες πόλεις να γίνουν δάση και κάνεις να μην θυμάται πως κάποτε ήταν..και τότε άρχισε ξανά η περιστροφή μέσω μουσικών και χορών ..και έμειναν παιδιά να ξαναχτισθούν τον κόσμο ώστε να μην σταματήσει να περιστρέφεται ξανά ..δεν θυμάμαι γιατί εμείς μείναμε..μάλλον σαν μνημεία..σαν αυτό που ο νέος κόσμος δεν έπρεπε να γίνει..ακόμα θαυμάζω το γεγονός ότι ο κόσμος περιστρέφεται..

Η ιστορία του κυρίου Ποπο


περιεχόμενα

14 Σεπτεμβρίου
15 Σεπτεμβρίου
16 Σεπτεμβρίου
17 Σεπτεμβρίου
18 Σεπτεμβρίου
19 Σεπτεμβρίου
20 Σεπτεμβρίου
21 Σεπτεμβρίου
22 Σεπτεμβρίου
popo


…14 Σεπτεμβρίου

…είναι αργά, αυτή είναι η ώρα που όλα τα πλάσματα στην πόλη της Ληνιας κοιμούνται. Ο κύριος ποπο έχει ήδη φορέσει τις μεταξένιες πιτζάμες του. Μόλις έχει ολοκληρώσει ένα πολύ ωραίο δείπνο και ετοιμάζεται και αυτός να παραδοθεί στην σοφία των ονείρων. Ξαφνικά όμως ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού. Ο κύριος ποπο αναλογίζεται για το ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα. Μέσα στο κρύο εμφανίστηκε η γνώριμη για τον κύριο ποπο φιγούρα  του Τετ περιστερη, του ταχυδρόμου της πόλης της Ληνιας ο όποιος συχνά επισκέπτεται τα σπίτια τέτοιες βράδυνες ώρες. Ο τετ αφού πήρε ένα γερό φιλοδώρημα χάθηκε στο σκοτάδι.

Ο κύριος ποπο άνοιξε με λαχτάρα το γράμμα περιμένοντας νέα από την ξαδέρφη την οποία είχε να δει πολλά χρόνια. Η γαλήνια έκφραση του κυρίου ποπο χρειάστηκε να αλλάξει ωστόσο ,μπροστά την θέα του δικού του κηδειοχαρτου το όποιο όριζε την ημερομηνία ταφής για τις 22 Σεπτεμβρίου…

μετά από αυτό, ο κύριος ποπο έκατσε για λίγο στην αγαπημένη του πολυθρόνα για να σκεφτεί. Έφτιαξε ένα ζεστό καφέ και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Παρατήρησε τις σκιές που δημιουργούνται την νύχτα. Αναλογίστηκε πόσο να διέφερε η δίκια του μορφή από αυτές αυτήν την κρύα νύχτα. Χιόνιζε , δεν είχε παρατηρήσει άλλοτε το χιόνι να πέφτει. Ο κύριος ποπο δεν είχε να σκεφτεί ποτέ να παρατηρήσει με τόση προσοχή αυτό το θέαμα τέτοιες ώρες αφού συνήθως κοιμάται, εκτός από τις γιορτές βέβαια. «τι ωραία νύχτα..» συλλογίστηκε ο κύριος ποπο  και τράβηξε προς το κρεβάτι άλλα τον διέκοψαν οι πολύχρωμοι φίλοι του. Ο παραμικρός ήχος, βλέπετε, αυτήν την ώρα είναι αρκετά δυνατός ώστε να τον ακούσει οποιοσδήποτε.

Γρήγορα οι πολύχρωμοι φίλοι του κατάλαβαν τι συμβαίνει αφού διάβασαν και το γράμμα. Μετά από αυτήν την συμφορά έσπευσαν να παρηγορήσουν τον κύριο ποπο και να του δώσουν μια σταλιά χαμόγελο. Όντως ο κύριος ποπο χαμογέλασε βλέποντας τους πολύχρωμους φίλους τους να θέλουν να βοηθήσουν. Αφού τους καθησύχασε, ο κύριος ποπο τους έδωσε ένα φιλί στα πολύχρωμα μαγουλάκια τους και τα έβαλε για ύπνο

Είχε πάει ήδη πολύ αργά και αύριο έπρεπε να πάει για δουλειά . στα τόσα χρόνια που δούλευε ο κύριος ποπο  δεν είχε αργήσει ούτε μια φόρα. Ο κύριος ποπο καυχιόταν πως ήταν υπόδειγμα στην δουλειά.

Ο κύριος ποπο ήταν σαστισμένος. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν και νύσταζε. Είχε πολλά να σκεφτεί… αυτή η κηδεία θα του ήταν μεγάλο φορτίο αυτήν  την εβδομάδα. Ο κύριος ποπο σκέφτηκε ότι είχε μια εβδομάδα και έπεσε για λίγο να ξαπλώσει.

 


15 Σεπτεμβρίου

 

Ο κύριος ποπο βρίσκεται σε ένα τεράστιο λιβάδι όπου γαρδένιες ζωγράφιζαν το τοπίο. Ο κύριος ποπο χόρευε στις πιο πολύχρωμες μελωδίες μαζί με τους πολύχρωμους φίλους του. Κάποια στιγμή ο κύριος ποπο βρήκε ένα ανύψωμα. Εκεί έγινε μπάλα και κατρακύλησε μέχρι να φτάσει σε μια μικρή λίμνη. Οι νεράιδες της λίμνης τον χάιδεψαν και τον άφησαν να κολυμπήσει μαζί τους . μια νεράιδα τον φίλησε και του θύμισε ότι ήταν ήδη οχτώ η ώρα και έπρεπε να ξυπνήσει για να πάει στην δουλειά.

Ο κύριος ποπο ξύπνησε όπως κάθε μέρα με ένα τεράστιο χαμόγελο… «η θλίψη φέρνει μονό κακές στιγμές» έλεγε ο κύριος ποπο « και οι καλές την ευτυχία». Αφού έπλυνε το πρόσωπο του , έφτιαξε ένα τεράστιο πρωινό. Ήταν ότι χρειαζόταν για το ξεκίνημα της ημέρας. Αφού έφαγε το πρωινό του βούρτσισε τα επίσης τεράστια ιπποποταμισια δόντια του. Φόρεσε με την καθορισμένη ιεροτελεστία, τα ρούχα της δουλειάς και ξεκίνησε να πάει κατά κει. Δίπλα ακριβώς έμενε ο Λάκης κροκοδειλακης όπου δούλευε ως ταξιτζής. Ο Λάκης κροκοδειλακης και ο κύριος ποπο ήταν φίλοι από μικρά παιδιά όποτε ο Λάκης κροκοδειλακης δεν είχε πρόβλημα να πηγαίνει τον κύριο ποπο στην δουλειά. Και ο κύριος ποπο βέβαια όταν χρειαζόταν του έκανε κάτι μικροεξυπηρετησεις στην τράπεζα που δούλευε όταν ο Λάκης κροκοδειλακης του το ζητούσε. Μόλις ο κύριος σχολούσε από την τράπεζα ο Λάκης κροκοδειλακης τον έπαιρνε και πήγαιναν για μια μπύρα στο μαγαζί του φίλου τους ρουλη μαμούδι.

Ο κύριος ποπο άνοιξε το γραφείο του στην τράπεζα και έκατσε να κάνει τους υπολογισμούς που ήθελε. Τελευταία ήρθαν κάτι περίεργοι πελάτες και ζήτησαν κάτι υπέρογκα δάνεια για να επεκτείνουν την επιχείρηση τους. δουλειά του κυρίου ποπο ήταν να εκτιμήσει τα δεδομένα και να δώσει μια γνωμάτευση για την έγκριση του δάνειου η όχι. Ωστόσο ήταν δύσκολη αύτη η εκτίμηση επειδή τα δεδομένα δεν τον βοηθούσαν και πολύ. Επιπλέον είχε να σκεφτεί πως θα προετοιμάσει την κηδεία αφού δεν είχε και πολύ χρόνο στην διάθεση του. Σήμερα ήταν πολύ κουραστική ήμερα για τον κύριο ποπο και για αυτό λαχταρούσε να έρθει ο Λάκης κροκοδειλακης να πάνε για μια μπύρα.  Άλλωστε είχαν να πουν πολλά.

Η ώρα πήγε επτά. Ο κύριος ποπο βρίσκεται στον δρόμο και περιμένει τον Λάκη κροκοδειλακη να έρθει. Ακούει την κόρνα του αγαπημένου του ταξί. Στην διαδρομή προς τον ρουλη μαμούδι , ο κύριος ποπο εξήγησε στον Λάκη κροκοδειλακη τι γινόταν με αυτό το περίεργο γράμμα. Την ήμερα της κηδείας που αναγραφόταν στο γράμμα ερχόταν δυο ελεγκτές στο σπίτι σου και εκτελούσαν την απόφαση. Αν ήσουν φρόνιμος σου έδιναν την ευκαιρία να αυτοκτονήσεις. Το γράμμα στο έστελναν για να έχεις χρόνο να προετοιμάσεις την κηδεία σου όπως θέλεις. Ο Λάκης κροκοδειλακης ρώτησε για ποιο λόγο ήρθε το γράμμα και ο κύριος ποπο είπε πως του είπαν πως δεν είχε ιδιαίτερη σημασιά αλλά μάλλον ήταν ο τυχερός του τζακποτ.

Στο μαγαζί του ρουλη μαιμουδη έκατσαν στο μπαρ όπως συνήθιζαν. Μόλις έφτασε ο Ρούλας μαιμουδης τους κέρασε δυο ποτά και αυτοί του διηγηθήκαν για το γράμμα. Ο ρουλης μαιμουδης είπε ένα αστείο για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα όπως συνήθιζε σε αυτές τις περιστάσεις. Ο κύριος ποπο τους ανέθεσε την διεργασία της κηδεία του αν δεν προλάβαινε λέγω της δουλειάς του στην τράπεζα. Οι δυο αγαπημένοι του φίλοι δεχτήκαν με ευχαρίστηση και έφυγαν ο καθένας τους για το σπίτι

Ο κύριος ποπο πότε δεν περίμενε τέτοιο πράγμα. τα πολύχρωμα ζωάκια του είχαν ντυθεί στα μαύρα και τριγύριζαν στο σπίτι θλιμμένα. Ο κύριος ποπο τους έβαλε χέρι και τους είπε ότι ακόμα είναι νωρίς και δεν ήθελε τέτοια ατμόσφαιρα στο σπίτι. Ο κύριος ποπο τους είπε ότι προτιμούσε να τραγουδούν και να χορεύουν όπως έκαναν πάντα όταν γύριζε.

Ο κύριος ποπο άρχισε να κάνει σχέδια για το πώς έπρεπε να είναι η κηδεία, την  φανταζόταν τόσο μεγαλοπρεπή που ο κόσμος δεν θα είχε ξαναδεί τέτοιο θέαμα. Ώρες ολόκληρες προσπαθούσε να βρει κάτι που θα έδινε κάτι ξεχωριστό σε αυτήν την κηδεία. Στο τέλος ο κύριος ποπο κουράστηκε και αφού χαιρέτησε τα πολύχρωμα ζωάκια του φόρεσε τις μεταξένιες πιτζάμες του και έπεσε να κοιμηθεί.


 

16 Σεπτεμβρίου

 

Ο κύριος ποπο βρίσκεται σε ένα τροπικό νησί και κάνει ηλιοθεραπεία. Ατενίζει τα πουλιά να διασχίζουν τον αέρα μέσα από τα μαύρα γυαλιά του και χαμογελά. Ήταν η ώρα να κάνει μπάνιο αλλά δυο μαύροι καρχαρίες ήταν κοντά στην ακτή και τον εμπόδιζαν να μπει μέσα. Σήμερα ο κύριος ποπο δε χαμογέλασε με το πρωινό του ξύπνημα. Ο κύριος ποπο δεν είχε καμιά έκφραση. Ούτε χαρά, ούτε λύπη ούτε μισούς ούτε αγάπης. Ο κύριος ποπο απλά δεν είχε καμιά έκφραση.

Σήμερα άφησε το πρωινό του πάνω στο τραπέζι και έφυγε. Ο Λάκης κροκοδειλακης δεν μπορούσε να έρθει σήμερα . η μάνα του έκανε εγχείρηση και έπρεπε να πάει από το νοσοκομείο να την δει. Ο κύριος ποπο αναρωτήθηκε αν ήταν καλυτέρα να πάει με το λεωφορείο  η να πάει με ένα άλλο ταξί. Ύστερα από πολλή σκέψη αποφάσισε να πάει με το λεωφορείο. Είχε χρόνια να μπει μέσα σε λεωφορείο, από τότε που είχε σχέσεις με την κυρία ασημίνα καρδερίνα. Η κυρία ασημίνα καρδερίνα έμενε στην άλλη άκρη της πόλης. Ο κύριος ποπο έπαιρνε συχνά τότε το λεωφορείο για να πάει σπίτι της για ένα καφέ.

Κάποια στιγμή οι σχέσεις τους δεν πήγαιναν καλά αφού η κυρία ασημίνα καρδερίνα είχε κάποια προβλήματα με το σπίτι της και δεν άντεχε τον γαλήνιο και καλόκαρδο κύριο ποπο. Είχαν χρονιά να μιλήσουν. Αυτό στενοχωρούσε τον κύριο ποπο . ήθελε αυτές τις μέρες, πριν έρθει η 22 Σεπτέμβριου να πάει από το σπίτι της να της πει ένα τελευταίο αντίο.

Πήγαινε καιρός που ο κύριος ποπο έπαιρνε το λεωφορείο και είχε ξεχάσει όλο αυτόν  τον κόσμο ο οποίος στριμώχνεται σε αυτό το κονσερβοκούτι με ρόδες. Ο κύριος ποπο ήταν τυχερός και είχε προλάβει μια θέση στα καθίσματα του λεωφορείου. Μια μάζα από στοιβαγμένα όντα  σε πολύ μικρό χώρο ανέδυε μια παράξενη μυρωδιά η οποία έφτανε στα τεράστια ρουθούνια του κυρίου ποπο. Αυτή η θέα και μυρωδιά έκανε τον κύριο ποπο να αγκαλιάσει σφιχτά τον χαρτοφύλακα του. Για μια στιγμή είδε άδειο το λεωφορείο  και αυτόν να κάθεται στην ιδία θέση. Δεν υπήρχε οδηγός όμως… μα που να πήγαινε το λεωφορείο τον κύριο ποπο..θα έχανε την δουλεία του. Πάραυτα φοβόταν τον προορισμό γιατί ένιωθε πως ο χρόνος που του είχαν δώσει είχε τελειώσει.. ξαφνικά άκουσε μια φωνή και ένιωσε σαν να ξυπνά. Ένα ανοιγοκλείσιμο των φλέβαρων και ο κύριος ποπο βρέθηκε πάλι στο γεμάτο λεωφορείο. Η φωνή του φάνηκε γνωστή. Ήταν ο Τάκης μπισκοτακης. Κάθε φόρα που πήγαινε  στην ασημίνα καρδερίνα τύχαινε να συναντήσει και αυτόν τον σκύλο. Αξιαγάπητος  αφού ποτέ δεν έκανε αστεία που θα μπορούσαν να πειράξουν τον άλλον αν και του άρεσε συχνά να λέει καλά ανέκδοτα. Αυτήν την φόρα όμως δεν ήταν και πολύ καλά.  ο κύριος ποπο τον ρώτησε τι έχει και ο Τάκης μπισκοτακης απάντησε ότι είχε έρθει και σε αυτόν το κηδειοχαρτο. Η ημερομηνία για την κηδεία του ήταν για τις 17 Σεπτεμβρίου. Πήγε να παραπονεθεί στις αρχές επειδή αυτό δεν ήταν δίκαιο αλλά οι αρχές αποφάνθηκαν πως έτσι λειτούργει ο νόμος. Σκέφτηκε να το σκάσει αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Τουλάχιστον οι δυο ελεγκτές που θα επερχόντουσαν δεν θα έφευγαν όρθιοι. Ο ένας τουλάχιστον. Αυτή θα ήταν και η τελευταία πράξη του για να φύγει με αξιοπρέπεια πέρα από αυτό οι μέρες είχαν περάσει και ο ίδιος δεν είχε προλάβει να δει την αγαπημένη του φίλη ασημίνα καρδερίνα.

Ο κύριος ποπο χαμογέλασε και του διηγήθηκε πως είχε έρθει και το δικό του κηδειοχαρτο. Του εξήγησε τα σχέδια του για την πιο μεγαλειώδη κηδεία που έχει γίνει ποτέ. Ο Τάκης μπισκοτακης έπρεπε να κατεβεί. Ο Τάκης μπισκοτακης του ευχήθηκε για την κηδεία και ο κύριος ποπο στον Τάκη μπισκοτάκι καλό στόχο. Ο κύριος ποπο σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάει στην φίλη του. Το αποφάσισε θα πήγαινε αύριο. Έξαλλου δεν είχε και χρόνο για χάσιμο. Έφτασε στην τράπεζα και έφτιαξε ένα ζεστό καφέ για να αρχίσει την δουλεία του. Άρχισε και πάλι τους υπολογισμούς. Πράξεις επί πράξεων ώσπου ήρθε η γραμματέας και του είπε πως τον ζητούσαν έξω. Προς έκπληξη του κυρίου ποπο ήταν  ο Λάκης κροκοδειλακης ο οποίος με μεγάλη χαρά του είπε πως φανταζόταν την κηδεία του κυρίου ποπο. Ο Λάκης κροκοδειλακης είχε μιλήσει με το μεγαλύτερο συγκρότημα της πόλης οι οποίοι δεχτήκαν και θα παίζαν στην άκρη του νεκροταφείου όπου υπήρχε και χώρος. Ένας τεράστιος χορός θα στηνόταν προς τιμήν του κυρίου ποπο. Στην κηδεία θα απαγορευόταν να μπει κάποιος με μαύρα και όλοι έπρεπε να ντυθούν μέσα στα χρώματα. Επιπλέον σε κάθε καλεσμένο θα δινόταν μια κάρτα με ποιήματα και ζωγραφιές του κυρίου ποπο. Ο κύριος ποπο ξετρελάθηκε με αυτήν την ιδέα.  Ευχαρίστησε τον παιδικό του φίλο και αφού αγκαλιαστήκαν συνέχισαν για τις δουλειές τους.

Οι αριθμοί σήμερα έμοιαζαν πολύ βαρείς. Τελικά αποφάσισε να φύγει λίγο νωρίτερα σήμερα. Αφού πηρέ το πολύχρωμο σακάκι του  με τις πεταλούδες ξεκίνησε για το σπίτι. Η πόλη έμοιαζε άδεια. Ο κύριος ποπο αγόρασε ένα ποδήλατο για να κάνει βόλτα. Καθώς έκανε ποδήλατο διάφορα πουλάκια καιόντουσαν στην τεράστια μυτούλα του  και παίζανε. Ένα πουλάκι χόρευε μαζί με ένα άλλο ώσπου ο κύριος ποπο σταμάτησε σε ένα φανάρι το όποιο ήταν κόκκινο. Καθώς ο κύριος ποπο περίμενε πέρασε μια ομάδα από πυγολαμπίδες και ενώ ήθελε να τις κοιτάξει το φανάρι έγινε πράσινο.

Ο κύριος ποπο ξεκίνησε για την λίμνη. Μια πανέμορφη λίμνη έξω από την πόλη της ληνιας. Ο κύριος ποπο  συνήθιζε να ερχόταν εδώ για να ηρεμήσει το μυαλό του από τις σκοτούρες της δουλειάς.

Αφού έφτασε στην λίμνη μάδησε μια μαργαρίτα σκεπτόμενος τα αγαπημένα του πρόσωπα. Συλλογίστηκε τα πολύχρωμα ζωάκια του. Αφού άρχισε να βραδιάζει ξεκίνησε για το σπίτι.

Την στιγμή που έφτασε φίλησε ολους  του πολύχρωμους φίλους του για να τους δείξει ποσό πολύ τους αγαπούσε. Σήμερα ο κύριος ποπο δεν είχε όρεξη να πάει στον φίλο του ρουλη μαιμουδη. Ο κύριος ποπο φόρεσε τις μεταξένιες πιτζάμες του και τις χνουδωτές παντόφλες του και έκαστε να διαβάσει ένα βιβλίο δίπλα στο τζάκι έχοντας για συντρόφια τους πολύχρωμους φίλους του. Οι πολύχρωμοι φίλοι του κυρίου ποπο έπαιζαν όλη την μέρα και δεν τσακωνόντουσαν ποτέ. Ήταν η παρέα τους κυρίου ποπο όλα αυτά τα χρονιά αφού και οι πολύχρωμοι φίλοι του τον αγαπούσαν πολύ. Αν η αγάπη μετριόταν δεν θα υπήρχε και πάλι τρόπος  να δείξουν ποσό μεγάλη είναι. Πάντα υπάκουα και δεν αντιμιλούσαν ποτέ στον αγαπημένο τους κύριο ποπο. Ο ίδιος τα σέβονταν  και τα  περιποιούνταν με περίσσια φροντίδα. Οι πολύχρωμοι φίλοι του ήταν κοντά και στις χαρές και τις λύπες και ο κύριος ποπο νιώθει ασφάλεια να τα βλέπει να παίζουν γύρω του ανέμελα.

Πάρα την φασαρία που προξενούν με το παιχνίδι τους  δεν τον ενοχλούσαν καθόλου στο διάβασμα του. Στα τόσα χρονιά τους είχε συνηθίσει. Παρότι ο ίδιος γινόταν ξέφρενων με όλη αυτή τη βαβούρα αφού τον έπιανε πονοκέφαλος. Τώρα πια δεν είχε συνηθίσει απλώς την φασαρία  αλλά του ήταν απαραίτητη για να μπορεί να διαβάσει. Ολη αυτή η ζωηρή κίνηση τον βοηθούσε να χαλαρώσει, πράγμα που καθαρίζει το μυαλό του. Πολλές φορές σκεπτόταν τι θα κάνε χωρίς αυτά. Ολόκληρη ζωή του θα ήταν άδεια. Ευτυχώς ο Λάκης κροκοδειλακης ανέλαβε να τα φροντίσει μετά την κηδεία του κυρίου ποπο. Μάλιστα χάρηκε όταν του το πρότεινε ο κύριος ποπο γιατί και ο ίδιος αγαπούσε τα πολύχρωμα ζωάκια.

Ο κύριος ποπο ανοίγει το βιβλίο του. Συχνά του αρέσει να διαβάζει για άλλους τόπους. Παράξενους τόπους. Τόπους όπου δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να πάει. Τόπους που επικρατεί ο πόλεμος, η φτώχεια , η εξαθλίωση και οι αρρώστιες. Τόπους που επικρατεί η ευτυχία και η ειρήνη. Ο κύριος ποπο σκέφτεται πως όλα αυτά είναι μάκρυνα από εδώ, την κωμόπολη της ληνιας. Όλα αυτά είναι ξένα εδώ. Όλα μοιάζουν ήσυχα και ο κύριος ποπο αναρωτιέται πως είναι όλα διαχωρισμένα: καλό-κακό ευτυχία δυστυχία, …ο κύριος ποπο δεν καταλαβαίνει και έκλεισε το βιβλίο για να πάει για ύπνο. Πριν όμως σηκωθεί από την καρέκλα του, ένα πολύχρωμο ζωάκι , ο αβιεν  τον ρώτησε γιατί χρειάζεται οι πεταλούδες να είναι πριν κάμπιες και όταν γίνονται τόσο ωραίες να πεθαίνουν μετά από λίγο. Ο κύριος ποπο κοίταξε το πολύχρωμο ζωάκι του με απορία αφού ποτέ δεν περίμενε μια τέτοια ερώτηση από αυτό. Πριν λίγες μέρες θα απαντούσε πως έτσι είναι πλασμένη η φύση αλλά πλέον δεν του φαινόταν αυτή η απάντηση αρκετή. Ίσως να ήταν λίγο παιδιάστικη όπως και η ιδία η ερώτηση. Θα μπορούσε όμως μια απάντηση του να φέρει και άλλες ερωτήσεις και ο κύριος ποπο να μην μπορούσε στο τέλος να δώσει  κάποια απάντηση. Κατά κάποιο τρόπο το πολύχρωμο ζωάκι θα τον γελοιοποιούσε  αφού θα διέλυε αυτήν την αίσθηση ασφάλειας που είχε ο κύριος ποπο απέναντι του. Με αυτόν τον τρόπο ο κύριος ποπο θα βρισκόταν σε δυσμενή θέση. Ο κύριος ποπο έπρεπε να βρει μια δικαιολογία ώστε να ξεφύγει. Το πολύχρωμο ζωάκι όταν άκουσε ότι ο κύριος ποπο είχε πονοκέφαλο και δεν μπορούσε να συζητήσει μαζί του, στεναχωρήθηκε.

Μετά από λίγο έβαλε όλα τα πολύχρωμα ζωάκια για ύπνο αφού τα φίλησε όλα. Αφού καληνύχτισε πήγε και αυτός να ξαπλώσει. Ο κύριος ποπο δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί. Σκεπτόταν πως δεν έπρεπε να φερθεί έτσι στον πολύχρωμο φίλο του. Ήταν εκ μέρους του τουλάχιστον αναίδεια. Ο κύριος ποπο έβαλε πάνω τον εαυτό του  και έφτασε σε σημείο να στενοχωρήσει τον αβιεν. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Δεν ειχε γίνει ποτέ άλλοτε. Ο κύριος ποπο δεν νοιαζόταν ποτέ για τέτοιες μικροπρέπειες. Αποφάσισε να ζητήσει συγγνώμη στον αβιεν. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις. Ο κύριος ποπο  αφού άδειασε όλο το περιεχόμενο της κούπας με ζεστό γάλα έπεσε να κοιμηθεί. Ήταν αργά πια και δεν άρεσε στον ίδιο να ξενυχτά, το έβρισκε ανούσιο.

 


 

..17 Σεπτεμβρίου

 

Η ώρα είχε περάσει..είναι κάπως αργά για τον κύριο ποπο να πάει στην δουλειά. Άλλωστε δεν το θέλει κιόλας. Μόλις ξύπνησε πήρε τηλέφωνο στον Μίκη μυρμήγκι και ζήτησε να πει στον υπεύθυνο ότι θέλει άδεια τουλάχιστον για τρεις μέρες. Ο Μίκης μυρμήγκι ήταν ο πιο δουλευταράς του γραφείου, ήταν από τους λίγους που καθόταν παραπάνω ώρες αν και ερχόταν πρώτος στην δουλειά. Ποτέ του ο Μίκης μυρμήγκι  δεν παραπονέθηκε και ούτε ζήτησε κάτι παραπάνω. Συχνά ο υπεύθυνος έλεγε πως όλοι στο γραφείο έπρεπε να τον μιμηθούν. Βεβαία ο κύριος ποπο ήταν σχολαστικός στην δουλειά του. Δούλευε όσο έπρεπε. Ούτε λιγότερο, ούτε παραπάνω. Συχνά ο υπεύθυνος του έλεγε να κάτσει λίγο παραπάνω αλλά ο κύριος ποπο χαμογελούσε και με την γνώριμη γαλήνια φωνή του, έλεγε πως είχε ραντεβού με τους φίλους του και ότι προλάβαινε και αύριο. Ο υπεύθυνος βέβαια δεν είχε και μεγάλη δύναμη στον κύριο ποπο επειδή ο  τελευταίος κατείχε μια αρκετά σημαντική θέση στην τράπεζα.

ο Μίκης μυρμήγκι  πήγε στο γραφείο του υπεύθυνου και του διαβίβασε τα νέα. Ο υπεύθυνος εξοργίστηκε με αυτά που άκουσε και πήρε τηλέφωνο τον κύριο ποπο αμέσως. Τον απείλησε πως εάν δεν ερχόταν στην δουλειά τα πράγματα θα γινόταν δυσμενή για αυτόν.

Ο κύριος ποπο έκανε μια από τις αγαπημένες του ασχολίες. Έκανε μπάνιο. Στον κύριο ποπο άρεσε υπερβολικά η αίσθηση της καθαριότητας και να πλατσουρίζει στην μπανιέρα. Του άρεσε όλη αυτή η διαδικασία. Συχνά μάλωνε με τα πολύχρωμα ζωάκια που ξεχνούσαν να κάνουν μπάνιο. Για τον κύριο ποπο η ώρα του μπάνιου ήταν μια ώρα ηρεμίας.

Ξαφνικά εκεί που πλατσούριζε στην μπανιέρα ένα πολύχρωμο ζωάκι του φώναξε ότι έχει τηλεφώνημα. Ο κύριος ποπο αναλογίστηκε για το ποιος θα μπορούσε να ήταν τέτοια ώρα. Ήταν ο υπεύθυνος και ωρυόταν. Ο κύριος ποπο με την γαλήνια φωνούλα του είπε πως την παρούσα στιγμή τον ενοχλούσε και αν έχει παράπονα να τα σημειώσει σε ένα μπλοκάκι και να του τα δώσει όταν τον συναντήσει. Έπειτα από αυτά του τα λογία του το έκλεισε στην μούρη και συνέχισε αμέριμνος να πλατσουρίζει στο μπάνιο του.

Μόλις τελείωσε το μπάνιο του ο κύριος ποπο  φόρεσε κάτι γύρω από την κοιλία του και πήγε να ξυριστεί. Έφτιαξε ένα μίγμα από νερό και σαπούνι ώστε να κάνει αφρό. Έπειτα από αυτό άπλωσε γύρω από το πρόσωπο του. Ο κύριος ποπο έβγαλε από την θήκη του το πανάκριβο ξυραφάκι και το ακούμπησε στο πρόσωπο του. Την στιγμή  που το ξυραφάκι σύρθηκε στο πρόσωπο του έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη. Αφού ακολουθησε πιστά την ιεροτελεστία όπως έκανε με όλα τα πράματα της ζωής του, ένιωθε περήφανος για την τάξη που έχει επιβάλλει στον εαυτό του. Ο κύριος ποπο αναλογίστηκε μια στιγμή πως όλο αυτό ήταν άσκοπο. Στην ουσία δεν χρειαζόταν ξύρισμα αφού οι ιπποπόταμοι δεν έχουν τόσες πολλές τρίχες στο πρόσωπο ώστε να χρειάζονται και ξύρισμα. Σκέφτηκε πως θα ήταν μια συνηθεία που κανείς δεν θυμάται από πού έχει αρχίσει και πως  όλο αυτό μοιάζει σαν ένα παραμύθι που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους και κανείς δεν ξέρει ποιος το είπε η έγραψε πρώτος.

Ο κύριος ποπο αφού φόρεσε το αγαπημένο του παντελόνι πήρε τηλέφωνο την ασημίνα καρδερίνα για να της αναγγείλει ότι θέλει να πάει σπίτι της για μια ζεστή κούπα τσάι. Η ασημίνα καρδερίνα δέχτηκε αν και έπρεπε να βγει έξω  και να βρει ένα τέτοιοι τσάι που θα αρέσει στον κύριο ποπο. Δεν ήθελε να του δώσει από τα συνηθισμένα που έδινε στους καθημερινούς επισκέπτες της. Ο κύριος ποπο ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση, ήταν ο μόνος που άντεχε τον εξαιρετικά ασταθή της χαρακτήρα . επιπλέον είχαν καιρό να μιλήσουν και ο κύριος πόπο ήταν μια παρά πολύ καλή παρέα ιδίως όταν βρισκόταν με τον άλλο αγαπημένο της φίλο Τάκη μπισκοτάκη. Τώρα ο Τάκης μπισκοτακης θα είναι μακριά αφού τον βρήκε κακή τύχη. Στεναχωρήθηκε πολύ όταν το έμαθε αν και για κάποιο λόγο δεν ειδοποιήθηκε για την κηδεία του.

Καθώς η ασημίνα καρδερίνα μπήκε στο μαγαζί να ψωνίσει βρήκε τα αγαπημένα μπισκότα του κυρίου ποπο, θυμήθηκε ποσό άρεσε στον κύριο ποπο να τρώει αυτά μπισκότα όταν έπινε το αγαπημένο του τσάι. Η ασημίνα καρδερίνα αφού ψώνισε ότι νόμιζε πως ήταν αρκετό πήγε στο σπίτι να ετοιμάσει την υποδοχή του κυρίου ποπο.

Είχε περάσει ώρα και ο κύριος ποπο είχε κουραστεί λίγο αφού είχε πάρει το καινούριο του ποδήλατο αλλά είχε φτάσει στην πόρτα της αγαπημένης του φίλης. Ο κύριος ποπο αφού έκανε καμπόση ώρα να χτυπήσει το κουδούνι αναλογιζόμενος τα πράματα που είχε να πει στην ασημίνα καρδερίνα. Την αντίκρισε με αυτό το φόρεμα που την συναντούσε πάντα. Μακρύ , κόκκινο το οποίο χαρακτήριζε η απλότητα και η ομορφιά. Αυτό το φόρεμα ήταν γεμάτο αναμνήσεις για τον κύριο ποπο. Η ασημίνα καρδερίνα μόλις τον αντίκρισε, του φίλησε την τεράστια μυτούλα και τον αγκάλιασε. Το σπίτι είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για τον κύριο ποπο. Στο σαλόνι η ασημίνα καρδερίνα είχε τοποθετήσει το τσάι και τα μπισκότα ανυπομονώντας να ακούσει τα νέα του κυρίου ποπο. Η ασημίνα καρδερίνα εντούτοις μιλούσε  πολλή ώρα για το πρόβλημα που είχε στην δουλειά της. Το αφεντικό της ο ρουφης οφιδης  γινόταν όλο και πιο απαιτητικός ενώ η δουλειά ήταν ήδη σκληρή για αυτήν. Ο κύριος ποπο της είπε να του πει να ηρεμήσει και αν δεν ακούσει να τον χαστουκίσει και να φύγει. Η ασημίνα καρδερίνα έμεινε έκπληκτη. Ο κύριος ποπο πάντα της συνιστούσε υπομονή και ηρεμία και να συλλογιστεί περισσότερο. Κάτι είχε αλλάξει στον κύριο ποπο. Δεν έμοιαζε με αυτόν τον γαλήνιο και αισιόδοξο ιπποπόταμο αλλά ήταν περίεργος, σκεπτικός  και επιπλέον δεν είχε φάει ούτε ένα μπισκότο! Η ασημίνα καρδερίνα ρώτησε γιατί ο κύριος ποπο έμοιαζε τόσο παράξενος. Ο κύριος ποπο αφού ρούφηξε μια τζούρα τσάι  της είπε για το χαρτί που του είχε έρθει. Με το άκουσμα αυτών των νέων , η ασημίνα καρδερίνα κατέρρευσε. Η ασημίνα καρδερίνα χτυπιόταν στο πάτωμα με λυγμούς  οι οποίοι δεν αφήναν να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Μετά από κάποια ώρα αφού ξεθύμανε λιγάκι, άρχισε να λέει στον κύριο ποπο ότι δεν έπρεπε να φύγει και αυτός  και αν θέλει να κάνει κάτι θα τον βοηθούσε σε οτιδήποτε. Η ασημίνα καρδερίνα δεν άντεχε να χάσει και άλλο αγαπημένο της φίλο.

Ο κύριος με την καθησυχαστική του φωνή της είπε πως ότι είναι να γίνει θα γίνει. Εξάλλου ο κύριος ποπο ποτέ δεν θεωρούσε αυτό το ενδεχόμενο ότι είχε μηδενικές πιθανότητες. Ύστερα της εξήγησε το μεγαλεπήβολο σχέδιο του για την κηδεία. Η ασημίνα καρδερίνα του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθούσε όσο θα μπορούσε. Μετά από ένα διάστημα σιωπής άρχισαν να χορεύουν το αγαπημένο τους τραγούδι. Ήταν ο τελευταίος χορός και έπρεπε να είναι ο πιο όμορφος  που είχε γίνει ποτέ. Μόλις τελείωσε η ασημίνα καρδερίνα φίλησε την τεράστια μυτούλα  του κύριο ποπο και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο κύριος ποπο πήρε το ποδήλατο του και πήγε προς τον ρουλη μαιμουδη. Ο Λάκης κροκοδειλακης είχε πει πως είχε γράψει το τραγούδι του.

Ο κύριος ποπο ανυπομονούσε να φτάσει. Ήθελε οπωσδήποτε να πιει μια μπύρα μαζί με τους φίλους του. Στο δρόμο σκεπτόταν την ασημίνα καρδερίνα. Το πιο πιθανό ήταν να μην την ξαναέβλεπε. Πράγμα που τον στενοχωρούσε ιδιαίτερα. Δυστυχώς έτσι έπρεπε να γίνει όμως…

Κόντεψε να χτυπήσει καθώς ξεκλείδωνε το ποδήλατο του. Μια τεράστια ταμπέλα παραλίγο να πέσει στο κεφάλι του κυρίου ποπο. Ο μαγαζάτορας από όπου είχε πέσει η ταμπέλα , ο τελλης κούνελος δεν ήξερε τι να πει για να απολογηθεί. Ο κύριος ποπο χαμογέλασε και του εξήγησε πως αφού ήταν καλά , δεν πείραζε αρκεί να του δίνε ένα κατάλληλο μεζέ για μπύρα. Ο τελλης κουνελης, έμπορος λαχανικών, βρήκε τα πιο εξαίσια προϊόντα του  και αφού είπε ότι αυτά ήταν ότι καλύτερο θεωρούσε, ζήτησε και συγγνώμη. Ο κύριος ποπο τον ευχαρίστησε και πήγε προς το μπαρ του ρουλη μαιμουδη. Σχεδόν είχε νυχτώσει . η διαδρομή φαινόταν αρκετά όμορφη σήμερα. Ο κύριος ποπο μόλις έφτασε το μπαράκι του ρουλη μαιμουδη και σκεπτόταν πόσα πολλά πράγματα είχε να πει στους φίλους του. Μόλις μπήκε μέσα βρήκε αμέσως το τραπέζι που καθόταν ο Λάκης κροκοδειλακης. Μόλις αντίκρισε ο Λάκης κροκοδειλακης τον κύριο ποπο έβγαλε αμέσως το χαρτάκι με τους στίχους του τραγουδιού.

Είχε επικρατήσει μια μεγάλη σιωπή αφού ο Λάκης κροκοδειλακης περίμενε να δει το ναι στο βλέμμα του κυρίου ποπο. Αφού ο κύριος ποπο με ένα χαμόγελο έληξε την σιωπή ο ρουλης μαιμουδης έβαλε μπύρα και στου τρεις . Αφού  κάθισαν στο  ειδικό τραπεζάκι που είχε διαμορφώσει ο ρουλης μαιμουδης,  ο Λάκης κροκοδειλακης  πήρε μια βαθειά ανάσα  και την κιθάρα του άρχισε να τραγουδά….

Ο κύριος  ποπο είναι μακριά

Μα αυτός περνά καλά

Και εμείς τον αγαπούμε

Και στην καρδία μας

Πάντα για πάντα

Θα τον κρατούμε..

Του… ρου.. του ρου του

 

Ο κύριος ποπο μόλις το άκουσε κατενθουσιάστηκε και του είπε να συνεχίσουν έτσι. Εν τω μεταξύ Ο ρουλης μαιμουδης τους είχε φέρει ένα καταπληκτικό ποτό κοκτέιλ και τους ρώτησε αν τους αρέσει. Αφού πήρε μια καταφατική απάντηση  του είπε πως αυτό θα είναι του ποτό  του κυρίου ποπο. Ο κύριος ποπο κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να έχει καλυτέρους φίλους..

Αφού πήγαν στα σπίτια τους ο κύριος ποπο κοιμήθηκε αμέσως αφού είχε πιει αρκετά.. πράγμα ασυνήθιστο..

 


 

18 Σεπτεμβρίου

 

Σήμερα η μέρα ήταν υπέροχη και ο Ήλιος φώτιζε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Για τον φίλο μας όμως, κύριο ποπο η μέρα έμοιαζε μουντή. Οι μέρες όλο και πλησίαζαν δίχως ο ίδιος να προλαβαίνει να κάνει όλα αυτά που ήθελε. Ακόμα και τα όνειρα του έμοιαζαν θλιμμένα. Σήμερα ο κύριος ποπο είδε στο όνειρο του ότι περπατούσε σε ένα χειμωνιάτικο τοπίο και προσπαθούσε να μαζέψει τουλίπες. Οι περισσότερες όμως ήταν μαραμένες  επειδή ο ουρανός ήταν συνέχεια συννεφιασμένος και δεν έβλεπαν αρκετό φως. Μέχρι που ο κύριος ποπο σκέφτηκε να φέρει μια λάμπα για να τις βοηθήσει. Δεν είδε όμως αν άνθισαν  ή όχι γιατί έπρεπε να φύγει για να προλάβει το τραίνο  από το οποίο έβλεπες  τον καπνό καθώς διέσχιζε το χιονισμένο βουνό. Έπειτα ξύπνησε…

Οι πολύχρωμοι φίλοι του , είχαν ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο πρωινό για να τον ευχαριστήσουν. Αν και προξένησαν αρκετές ζημιές στην κουζίνα γιατί όλα τους ήταν πολύ αδέξια. Πάραυτα έκατσαν και τα καθάρισαν όλα, προξενώντας ωστόσο και άλλες ζημιές. Το γεγονός όμως ευχαρίστησε τον κύριο ποπο παρά τις ζημιές.. εξάλλου τις είχε συνηθίσει. Δεν υπήρχε μέρα που να μην έσπαγαν και από κάτι. Τι θα έκανε ο κύριος ποπο δίχως αυτά. Η συντρόφια τους ήταν πολύτιμη.

Αφού ο κύριος ποπο άνοιξε το παράθυρο του έφαγε με λαχτάρα το πρωινό του. Οι ήχοι της μελωδίας των πουλιών ήταν αρκετή για να του αλλάξει το κέφι. Το χαμόγελο επέστρεψε και πάλι στα χείλη του. Η πρώτη κίνηση του ήταν να ανοίξει το ραδιόφωνο. Ο κύριος ποπο άκουγε συχνά μουσική άλλα τελευταία λογω δουλείας δεν προλάβαινε να ακούσει όσο θα ήθελε .κάτι συνταρακτικό είχε γίνει στην πόλη της Ληνιας. Τέσσερεις ελεγκτές  είχαν πεθάνει. πρώτη φορά είχε γίνει κάτι τέτοιο. Η δολοφονία σε αυτόν τόπο ήταν ανήκουστη. Υπεύθυνος διαγραφόταν ένας  πολύ κακός  μπεζ σκύλος με αλυσίδα  από γαλάζια διαμαντάκια και ένα τατουάζ στο δεξί του πόδι που έλεγε μια ‘’καρδιά και ένα διαμάντι’’.

Έκπληκτος ο κύριος ποπο κατάλαβε ότι αυτός ο κακός σκύλος ήταν ο Τάκης μπισκοτακης. Ο κύριος ποπο μισούσε την βία. Πολλές φορές έλεγε ότι κανένα πλάσμα δεν πρέπει να χτυπά ένα άλλο. Συνήθως όταν άκουγε  τέτοια περιστατικά  στενοχωριόταν και έλεγε ότι δεν ήταν σωστό. Αυτή την φορά όμως  δεν αισθάνθηκε λύπη, μονό ένα κενό. Ώσπου άφησε να διαγραφεί ένα χαμόγελο αχνό στο πρόσωπο του. Ο κύριος ποπο πηρέ το ποδήλατο του και πήγε στην λίμνη για να μαδήσει μια αξιοσέβαστη τιμή από τουλίπες. Με αυτό τον τρόπο χαλάρωνε πάντα ο κύριος ποπο.

Καθώς έβλεπε τις πάπιες να περνούν και να χάνονται, σκεπτόταν την σημασία που έχουν τα μικρά πράγματα. Η γαλήνευα επιφάνεια της λίμνης δεν θα ήταν αρκετή για να εξηγήσει τι συμβαίνει στο εσωτερικό της. Η αλήθεια όπως την είχε μάθει ο κύριος ποπο είχε χάσει το νόημα της. Αυτός ήταν ο λόγος που ο κύριος ποπο άφησε τις μαδημένες τουλίπες πάνω στην λίμνη για να βουλιάξουν όταν το θελήσουν. Ο κύριος ποπο έφυγε από την λίμνη. Ήδη άρχισε να νυχτώνει. Ο κύριος ποπο δεν είχε φάει μεσημεριανό ακόμα… πρίμα που οι φίλοι του θα θεωρούσαν ιεροσυλία. Η ιεροτελεστία  του φαγητού ουδέποτε είχε διαρραγεί.

Καθώς προχώρα προς τον ρουλη μαιμουδη τον σταμάτησε ο περίφημος αστυνόμος μπασκινιους γουρουνιους γουρουνιδης. Το καμάρι της οικογενείας γουρουνιδη. Μετά από λάμπρη σταδιοδρομία στο κυνήγι των κακών  στην πόλη της ληνιας είχε πάρει μετάλλιο ανδρείας .  ο κύριος ποπο ήσυχος όπως πάντα του έδωσε την ταυτότητα του και τον ρώτησε αν μπορούσε να φύγει γιατί βιαζόταν. Ο μπασκινιους γουρουνιους γουρουνιδης θύμωσε και με επιτακτικό τρόπο του είπε όχι και του έκανε αρκετά προσωπικές ερωτήσεις. Ύστερα απαιτούσε επίσης οι απαντήσεις να είναι σύντομες. Ο κύριος ποπο θύμωσε τότε και τον χτύπησε. Ο μπασκινιους γουρουνιους γουρουνιδης αφού έμεινε έκπληκτος τον πήγε στο αστυνομικό τμήμα επειδή αυτή η χειρονομία τον εξευτέλισε.

Αφού διηγήθηκε στους συναδέλφους του τι είχε γίνει έμειναν και αυτοί έκπληκτοι με την συμπεριφορά του κυρίου ποπο . ποτέ άλλοτε ο κύριος ποπο δεν είχε δώσει αφορμή στην ζωή του. Ο κύριος ποπο ήταν ένας φιλήσυχος ιπποπόταμος τον οποίο αγαπούσε όλη η πόλη. Κανένας δεν είχε το παραμικρό παράπονο  όσον αφόρα  τον αγαπημένο από ολους , ιπποπόταμο.

Ο κύριος ποπο έκατσε όλη την νύχτα με τον μπασκινιους γουρουνιους γουρουνιδη  και τους συναδέλφους του και άκουγε  ιστορίες από την δουλειά τους ενώ ταυτόχρονα τον επέπλητταν. Την στιγμή που ξημέρωνε  ο κύριος ποπο όποιος ήταν θυμωμένος με τους αστυνομικούς πηρέ το καπέλο  να φύγει για το σπίτι  λέγοντας αναρίθμητες λέξεις  οι όποιες θα ήταν ανάρμοστες να ακουστούν από το στόμα του κυρίου ποπο.

Μόλις πήγε σπίτι  έφαγε ένα κουλούρι με γάλα. Αφού διηγήθηκε στον αβιεν τι έγινε  πήγε και κοιμήθηκε. . ο αβιεν έμεινε για λίγο μονός και αναλογίστηκε ποσό διαφορετικό έμοιαζε αυτές τις μέρες ο κύριος ποπο. Παρότι ήξερε το γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο ξετυλίχτηκε αυτή η ιστορία. Αργότερα σκέφτηκε θα έγραφε αυτήν την ιστορία για να δείξει πόσο παράξενα του έμοιαζαν όλα αυτά. Θα έγραφε από την μέρα που ήρθε αυτό το χαρτί μέχρι την ημέρα της κηδείας. το πρόβλημα όμως ήταν ότι όλα αυτά είχαν μπερδευτεί μέσα στο μικρό μαμουδάκι του αβιεν. . Καθώς αναρωτιόταν γιατί έπρεπε να πεθάνει ο κύριος ποπο και γιατί έπρεπε να γίνει αυτή η κηδεία ο αβιεν μπερδεύτηκε τόσο πολύ  που πήγε να κοιμηθεί για να  μη μπερδέψει ακόμα και αυτά που ήξερε και δεν θα  έγραφε αυτήν την ιστορία όπως θα έπρεπε… 


 

19 Σεπτεμβρίου

 

Ο κύριος ποπο ήταν κουρασμένος και κοιμόταν όλη την ημέρα. Συνεχεία έβλεπε όνειρα που τον αναστάτωναν και  δεν τον αφήναν να κοιμηθεί όπως θα ήθελε.. ο κύριος ποπο έβλεπε ότι  περπατούσε μόνος και δεν έβλεπε κανένα από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Το τοπίο ήταν ηδεία. Υπήρχε μονό ένα λιθόστρωτο μονοπάτι που δεν ήξερες που σε πήγαινε. Το άλλο τοπίο ήταν απλώς λευκό. Δίχως άλλα χρώματα και γραμμές. Ο κύριος ποπο δεν είχε να κάνει τίποτα σε αυτό το μονοπάτι. Ο κύριο ποπο άρχισε να φοβάται γιατί ένιωθε ότι δεν είχε λόγο να πάει οπουδήποτε. Ο κύριος ποπο άρχιζε να συλλογίζεται αν υπήρχε διαφορά με το τοπίο να ήταν γεμάτο πράγματα και άγνωστο κόσμο. Καθώς ατένιζε το λευκό  εμφανίστε ο αβιεν και του απάντησε με ένα σοβαρό και γνωστικό ύφος: σημασία δεν έχει ο σκοπός , ούτε καν το αποτέλεσμα άλλα η ιδία η επιθυμία να θες να προχωρείς συνεχεία, και αν κουράζεσαι για αυτό υπάρχουν οι φίλοι. Πίνεις μια μεγάλη μπύρα, γελάς με κάποιο ανέκδοτο, συζητάς για μια όμορφη ύπαρξη και μετά τραγουδώντας στιχάκια αν θες συνεχίζεις να προχώρα. Ύστερα ο αβιεν χάθηκε. Δεν έμοιαζε με ικανοποιητική απάντηση άλλα ο κύριος ποπο είχε αρκετές τουλίπες για να παίξει το παιχνίδι των απαντήσεων. Βέβαια αν το παιχνίδι το αντιμετώπιζε με σοβαρότητα  θ πήγαιναν χαμένες οι ελάχιστες ώρες που είχε στην διάθεση του. Αφού πέρασε λίγη ώρα ο κύριος ποπο έκαψε ένα λιβάδι από τουλίπες μαζί με τσουκνίδες οι οποίες είχαν την μορφή των ελεγκτών και έκανε τον καλύτερο ύπνο που είχε κάνει ποτέ του.

 


20 Σεπτέμβριου

 

Ο κύριος ποπο διαπίστωσε ότι είχε κάνει ένα τραγικό λάθος. Οι ελεγκτές ήταν να έρθουν το προηγούμενο της ημέρας που αναφερόταν η κηδεία. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος τρόμαξε τον κύριο ποπο ο όποιος βρέθηκε σε μια κατάσταση την όποια δεν είχε υπολογίσει. Ο χρόνος ήταν εναντίον του. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε σήμαινε ότι δεν θα προλάβαινε να διοργανώσει τα πράγματα όπως θα ήθελε.

Αφού  έφαγε καλά το πρωινό του  και έκανε τις συνήθεις του προετοιμασίες, πηρέ τον Λάκη κροκοδειλακη να του εξηγήσει την κατάσταση ως έχει και ότι έπρεπε να βρεθούν το συντομότερο δυνατό στου ρουλη μαιμουδη. Η ώρα θα ήταν γύρω στις 12. Οι πολίτες αυτής της πανέμορφης πόλης συνήθως τρώνε μεσημεριανό με όλα τα καλούδια θα μπορούσαν έχουν, οι ήρωες όμως, αυτής της ιστορίας καθόντουσαν ταραγμένοι στο ειδικό τραπέζι και κανόνιζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες της κηδείας. ο Λάκης κροκοδειλακης του είπε πως όταν τελειώσει η ψαλμωδία του παπά Μωυσή Τραγουδη χιλιάδες βεγγαλικά θα φώτιζαν τον ουρανό και θα σχημάτιζαν την μορφή του κυρίου ποπο. Ύστερα θα άρχιζε ο χορός . ο κύριος ποπο ένιωθε τώρα ανακουφισμένος τώρα που είχαν όλα διευθετηθεί  σωστά. Έλειπε κάτι  το οποίο στριφογύριζε στο μυαλό του κυρίου ποπο. Τι ήταν αυτό; Ένα πάρτι!

Ένα πάρτι έλειπε όπου θα έβλεπε για τελευταία φορά ολους τους αγαπημένους του φίλους. Πριν όμως οι λέξεις βγουν από το στόμιο της πηγής τους  ο ρουλης μαιμουδης ανακοινώσε πως είχε ετοιμάσει ένα πάρτι προς τιμήν του κυρίου ποπο. Ένα πλατύ χαμόγελο  εμφανίστηκε στο πρόσωπο του κυρίου ποπο. Ένιωθε συγκινημένος  που έβλεπε πόσο κάλους φίλους είχε. Ένα δάκρυ χαράς  μόλις φάνηκε αλλά πρόλαβε να το κρύψει  για να μη στενοχωρήσει τους φίλους του. Ο ρουλης μαιμουδης έδωσε στον κύριο ποπο μια λίστα με τους καλεσμένους. Ήταν όλοι εκεί. Όσοι έπρεπε να είναι. Το πάρτι θα γινόταν στο μαγαζί του ρουλη μαιμουδη. Όταν η ώρα είχε πάει τρεις, οι τρεις φίλοι μας πήγαν για φαί σπίτια τους και να ξεκουραστούν για το πάρτι.

Ο κύριος ποπο πεινούσε πολύ. Έλπιζε οι πολύχρωμοι φίλοι του να του ετοίμαζαν ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Μόλις πήγε σπίτι οι προσδοκίες του βγήκαν αληθινές. Τα πολύχρωμα ζωάκια  του είχαν φτιάξει το αγαπημένο του φαγητό.. αφού έφαγαν όλοι πολύ καλά, τους εξήγησε  για το πάρτι. Βεβαία τα πολύχρωμα ζωάκια το ήξεραν αφού ήδη ήταν στην λίστα των καλεσμένων. Ο μόνος που δεν ήταν χαρούμενος  ήταν ο αβιεν και έμοιαζε αρκετά εκνευρισμένος και μουρμουράτε πως όλα αυτά του έμοιαζαν γελοία. Ο κύριος ποπο τον μάλωσε λέγοντας του ότι για αυτόν είναι σημαντικά. Ο αβιεν του απάντησε πως δεν μπορεί μια ολόκληρη πόλη να ζει σε ένα παιχνίδι το οποίο ακουμπούσε ολόκληρες ζωές και τις παίζει με ζαριά.

Τότε ο κύριος ποπο του εξήγησε πως έτσι είναι η ζωή και δεν πρέπει να αψήφα κανείς τους νόμους της. Αφού ο αβιεν τον κοίταξε για λίγα λεπτά του είπε πως θα έρθει στο πάρτι αλλά μόνο για χάρη του κύριου ποπο. Οι υπόλοιποι πολύχρωμοι φίλοι θύμωσαν με την απρέπεια  του αβιεν  αλλά ο κύριος ποπο είχε θυμηθεί την στιγμή που ξυριζόταν. Ο κύριος ποπο περίλυπος γύρισε στο κρεβάτι του . Ο αβιεν το πολύχρωμο ζωάκι ίσως  να μην είχε άδικο. Όλα είχαν αρχίσει να μοιάζουν τόσο παράλογα όσο περνούσαν οι μέρες. Ήταν αργά όμως, να κάνει οτιδήποτε άλλο. Έπρεπε να πάει στο πάρτι να διασκεδάσει . δεν υπήρχε άλλη διέξοδος  έκτος από αυτήν. Έπεσε να κοιμηθεί ελπίζοντας να περάσει η ώρα γρήγορα  για να σηκωθεί για το πάρτι.

Όλα ήταν κάπως κιτρινωπά. Μάλλον θα ήταν φθινόπωρο. Τα παιδία έπαιζαν γυμνά μέσα σε φύλα από δέντρα. Ο καιρός ήταν έτοιμος να βρέξει. Οι μανάδες βιαστικά μάζεψαν τα παιδία  και πήγαν στα σπίτια τους. αρχίζει να ψιχαλίζει. Στην μέση του πάρκου ο κύριος ποπο με την ομπρέλα του να το προστατεύει, διαβάζει το αγαπημένο του βιβλίο. Το βιβλίο μιλούσε για την ιστορία κάποιου ο όποιος πάντα περίμενε το λεωφορείο και για κάποιο αόριστο λόγο το έχανε τελευταία στιγμή. Αφού έχανε το λεωφορείο διάβαζε εφημερίδα και λίγο αργότερα ξεκινούσε για το προορισμό του. Αν και κάθε μέρα ήταν ιδία διαδικασία , τα γεγονότα στην εφημερίδα και ο λόγος που έχανε την εφημερίδα  άλλαζαν. Έτσι κάθε μέρα έμοιαζε διαφορετική. Ώσπου μια μέρα  το λεωφορείο ήρθε στην ώρα του και το πρόλαβε. Δυστυχώς όμως έγινε ένα τροχαίο ατύχημα και το λεωφορείο συγκρούστηκε με ένα πετρελαιοφόρο φορτηγό. Ο μυστηριώδης ξένος δεν θα περίμενε πια το λεωφορείο . η βροχή δυνάμωνε και κύριος ποπο έπρεπε να σταματήσει. Θα συνέχιζε να βρει για πολύ ακόμα αν δεν ξυπνάτε για να ετοιμαστεί για το πάρτι.

Οι πολύχρωμοι φίλοι του τον είχαν ξυπνήσει την ώρα που τους είχε πει. Ο κύριος ποπο μόλις σηκώθηκε τα φίλησε όλα στο μάγουλο και ύστερα μπήκε στο μπάνιο. Αφού καθάρισε καλά το σώμα του , βούρτσισε σχολαστικά τα τεράστια δόντια του.. φόρεσε το μεταξένιο του σακάκι και περίμενε τον Λάκη κροκοδειλακη  να έρθει να πάρει αυτόν και τους πολύχρωμους φίλους του.

 

Η αγαπημένη κόρνα του κυρίου ποπο ακούστηκε. Ο κύριος ποπο με τους πολύχρωμους φίλους του επιβιβαστήκαν στο ταξί  και πήγαν στο πάρτι. Κατά την διάρκεια ης διαδρομής, ο Λάκης κροκοδειλακης έλεγε μια ιστορία πως ένα παρά πολύ κακός σκύλος κυνηγούσε τους ελεγκτές και τους αστυφύλακες. Οι ελεγκτές αφού έτρωγαν μια τούρτα σοκολατίνα στην μάπα ύστερα πέθαιναν για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Μέχρι στιγμής έξι ελεγκτές είχαν πέσει θύματα της τούρτας του παρά πολύ κακού σκύλου.

Είχαν φτάσει στην πόρτα του ρουλη μαιμουδη. Όλοι ήταν εκεί. Αφού φίλησαν όλοι τον κύριο ποπο ο ρουλης μαιμουδης σέρβιρε το «πότο του κυρίου ποπο» . μετά από αυτό όλοι άρχισαν χορεύουν. Στην γωνιά καθόταν μόνος του ο αβιεν.

Τα αλλά πολύχρωμα ζωάκια τον προσκάλεσαν χορέψει μαζί τους αλλά αυτός αρνήθηκε διακριτικά. Όταν τα αλλά πολύχρωμα ζωάκια τον ρώτησαν γιατί αυτός απάντησε «ότι δεν υπάρχει λόγος να χορεύεις όπου ο θάνατος είναι ένας πολύχρωμος κλόουν  ο όποιος διασκεδάζει τα θύματα του και αυτά να γελούν». Τα πολύχρωμα ζωάκια αφού τον κοίταξαν αποσβολωμένα άρχιζαν να γελούν αποκαλώντας τον αβιεν ποιητή και συνέχισαν να χορεύουν. Όσο για τον αβιεν, αυτός έκατσε μόνος και έπινε το πότο του. Επειδή τα πολυχρωμία ζωάκια ήταν πολύ μικρά  και τα ποτήρια πολύ μεγάλα  ο αβιεν χρειαζόταν να αγκαλιάζει το ποτήρι για να μπορεί να πίνει.

Ο χορός συνεχίστηκε μέχρι το πρωί. Αυτοί που ξεχώρισαν ήταν ο κύριος ποπο και η ασημίνα καρδερίνα η όποια συμμετείχε και αυτή στην διοργάνωση του πάρτι. Αυτός πράγματι ήταν ο τελευταίος τους χορός. Έπρεπε να είναι ο καλύτερος που είχε γίνει ποτέ. Πράγματι δεν υπήρχε καλύτερος. Η βραδιά τέλειωσε με ένα ανέκδοτο του ρουλη μαιμουδη. Αφού η ασημίνα καρδερίνα έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στον κύριο ποπο αυτός πήγε στο σπίτι χαμογελώντας  για την ωραιότερη βραδιά στην ζωή του.. μόλις πήγε στο σπίτι ο κύριος ποπο δεν φόρεσε τις μεταξένιες πιτζάμες του., ούτε και έπεσε να κοιμηθεί.

Ο κύριος ποπο έφτιαξε ένα  ζεστό καφέ και είδε την αυγή. Απέμεναν λίγες ώρες και έτσι έκατσε να παίξει με τους πολύχρωμους φίλους του. Κάποια στιγμή ο κύριος ποπο συνειδητοποίησε πως έλειπε ο αβιεν. Τότε τα πολύχρωμα ζωάκια του είπαν πως ο αβιεν έβαλε τα πράγματα του σε ένα τεράστιο μαντήλι  και αφού τα έδεσε σε ένα κομμάτι ξύλο  είπε πως πάει μια βόλτα. Του είχε αφήσει ένα γράμμα στο τραπέζι όμως. Ο κύριος ποπο το άνοιξε με λαχτάρα. Ο αβιεν έλεγε πως πήγε μια βόλτα και το έκανε επειδή αγαπούσε τον κύριο ποπο σαν ένα τεράστιο φίλο.

Ο κύριος ποπο χαμογέλασε και κατάλαβε τον αβιεν. μετά από αυτό έγραψε ένα γράμμα στην αδελφή του. Με τόσες δουλειές είχε ξεχάσει να γράψει στην αδελφή του.. αφού έγραψε τι έγινε την τελευταία εβδομάδα  την προσκάλεσε στην κηδεία

Αφού έβαλε τους πολύχρωμους φίλους του για ύπνο απλώς περίμενε….


21 Σεπτεμβρίου

 

Η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαιτέρως αποπνικτική. Ο κύριος ποπο ήταν ακίνητος πολύ ώρα. Μια τρομακτική σιωπή ήταν διάχυτη στο σαλόνι. Τα πολύχρωμα ζωάκια  συνέχιζαν να παίζουν στο διπλανό δωμάτιο. Ο κύριος ποπο  κοίταζε αφηρημένα στο κενό. Μέσα στο μικρό του σαλόνι  σκεπτόταν όλα αυτά που είχε κάνει. Συλλογιζόταν ότι θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι αλλά όμως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Σκεπτόταν πως είσαι ότι επιλέγεις  αλλά πόσες επιλογές μπορούσε να έχει για να είναι η ζωή του διαφορετική. Σε όλο αυτό το διάστημα  έκανε ότι όφειλε να κάνει. Έξαλλου πόσο διαφορετική να ήταν η ζωή ενός ιπποπόταμου. Γρήγορα όμως αυτό το νέφος της σκέψης  διαλυόταν όταν σκεπτόταν τον αβιεν. αυτό το πολύχρωμο ζωάκι  ίσως να έφτασε κοντά σε μια αλήθεια. Έστω στην δίκια του αλλά μονάκριβη του αλήθεια.

Ήταν αργά όμως..τώρα πια ότι και να σκεπτόταν δεν είχε σημασία. Δεν ήξερε αν η κηδεία ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει. Ίσως θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.  Θα προτιμούσε να εξαφανιστεί και να μείνει μια ανάμνηση. Θα ταξίδευε με το πλοίο της λήθης  και θα τυλιγόταν με το πέπλο της σιωπής  ενώ ταξίδευε στην ανυπαρξία της μνήμης.  Από την άλλη όμως θα μπορούσε απλώς να το σκάσει όπως ο Τάκης μπισκοτακης. Τουλάχιστον η κηδεία θα ήταν τόσο μεγαλόπρεπης όσο θα ήθελε.

Το μαύρο επιβλητικό αμάξι της φρουράς  φάνηκε στον δρόμο. Ο κύριος ποπο ετοιμάστηκε. Φόρεσε το σακάκι του  και περίμενε να τελειώσουν όλα πολύ γρήγορα. Η πόρτα άνοιξε . οι τύποι με τα μαύρα κοστούμια  τον παρακάλεσαν να έρθει μαζί τους . αφού πήραν τα στοιχειά του , χαμογέλασαν. Με μια ζεστή φωνή , του είπαν πως  του δόθηκε χάρη επειδή ένας ιπποπόταμος σαν τον κύριο ποπο δεν έπρεπε να ήταν αυτός ο τυχερός του παιχνιδιού.

 

Ο κύριος ποπο ένιωσε  ανάλαφρος και χοροπηδητά βήματα πήγε να το πει στους φίλους του. Ξαφνικά όμως , ένιωσε ένα τσίμπημα στην πλάτη  και όλα άρχισαν να μαυρίζουν. Ένα τελευταίο χαμόγελο από τον κύριο ποπο . δεν μπορούσε ν αποθάνει αλλιώς. Μονό με ένα χαμόγελο. Έτσι όφειλε να τελειώσει το παιχνίδι το οποίο είχε παίξει κάποια στιγμή δίχως να ξέρει. Οι ελεγκτές ήταν χαρούμενοι. Είχαν κάνει την δουλειά τους σωστά. Γέλασαν και έλεγαν πόσο ωραίος ήταν ο καινούριος νόμος  που σε άφηνε να πεθάνεις με την ελπίδα. Η φιλοψυχία της δουλείας τους  δεν είχε όρια. Έτσι ένιωθαν δικαιωμένοι που είχαν επιλέξει αυτό το επάγγελμα. Την στιγμή που αποφάσισαν να μπουν στο μαύρο επιβλητικό αμάξι  ένιωσαν στο πρόσωπο τους μια τούρτα σοκολατίνα. Έλπιζαν να ήταν κάποιο αστείο. Δυστυχώς για αυτούς ήταν ο παρά πολύ καλός σκύλος , Τάκης μπισκοτακης. Ο τρόμος διαγράφτηκε στα πρόσωπα τους και κάθε ίχνος ελπίδας είχε χαθεί από αυτά. Ουρλιάζοντας και οι δυο αυτοκτόνησαν φοβούμενοι για τα χειροτέρα. Ο Τάκης μπισκοτακης  έφυγε χαρούμενος φωνάζοντας δυνατά σε όλη την γειτονία : δέκα… ζητώ… για σένα κύριε ποπο…!

Ο αβιεν έτυχε να περνά  εκείνη την στιγμή  επειδή ήθελε να πάρει κάτι τελευταία πράγματα. Άρχισε να κλαίει που είδε τον κύριο ποπο πεσμένο από το έδαφος. Από περιέργεια  είδε ένα χαρτί που κρατούσε ένας ελεγκτής.

«τυχερός του παιχνιδιού: πομπό ο ιπποπόταμος.»

 

Ο αβιεν έμεινε αρκετή ώρα να κοιτά τον κύριο ποπο..ανέκφραστος.. ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο του.


  

22 Σεπτεμβρίου

 

Όλα ήταν έτοιμα . η κηδεία  ήταν έτοιμη να γίνει. Ο αβιεν είπε πως ότι ήταν να το κάνει για τον κύριο ποπο το είχε κάνει. Πριν φύγει τους είπε να μην ανησυχούν, δε θα ερχόταν ούτε στην δικια τους κηδεία. Ύστερα πηρέ αυτό που είχε ξεχάσει και έφυγε. Όλοι ήταν εκεί. Ο ρουλης μαιμουδης φρόντιζε για τα ποτά. Ο Λάκης κροκοδειλακης φρόντιζε για τα βεγγαλικά. Όλοι ήταν ντυμένοι με πολύχρωμα ρούχα  και γελούσαν.   Ο τετ ο περιστερης διάβαζε ποιήματα του κύριου ποπο στην είσοδο. Η μουσική μπήκε και άρχισε ο χορός.  Η ασημίνα καρδερίνα όμως έκλαιγε συνέχεια  με αποτέλεσμα να την διώξουν.  Ο Μίκης μέρμηγκας έκανε κάτι λογαριασμούς  και ο υπεύθυνος άφησε μια λίστα παράπονων  στον τάφο του κυρίου ποπο. Πριν προλάβει να ψάλλει ο πάπας Μωυσής τραγοειδής  έφαγε μια τούρτα στην μάπα και μια φωνή στο βάθος φώναξε «εντεκαααααααααααααααααααα!»..

Τα βεγγαλικά πεταχτήκαν όπως είχαν προγραμματιστεί και σχημάτισαν στον ουρανό την μορφή του κυρίου ποπο.  Ο ουρανός φωτίστηκε με το γιγάντιο χαμόγελο του κυρίου ποπο. Ύστερα άρχισε και πάλι ο χορός. Το τραγούδι συνέχισε να παίζει..

.. ο κύριος ποπο είναι μακριά….

…Του ρου του ρου του…

 

…τέλος

 

Περιμένοντας να ανάψει πράσινο…

Ζέστη, κούραση, τρελοί οδηγοί και καυσαέρια….θα μίλαγα και για την μοναξιά αλλά δυστυχώς η πεζότητα είναι πιο άμεση και την κατανοείς πιο εύκολα.
Όποτε δεν έχω όρεξη να μιλήσω για αυτό. καθώς ενώνομαι με χιλιάδες αλλά  μεταλλικά σώματα σε γκρίζες διαδρομές και δρομολόγια, οι λέξεις χάνουν ολοένα πιο πολύ αυτό που θα ήθελαν να πουν. Το ραδιόφωνο παίζει κάθε μέρα τα ιδία κομμάτια και αγχωμένοι παρουσιαστές σε αγώνα για πρωτοτυπία, συμπληρώνουν ένα οκτάωρο κίνησης μέσα στους νευρώνες αυτής της άσχημης πόλης.
Γεια σας κύριε έχετε ένα δέμα! Τι παράλογο! όλα αυτά τα σφιγμένα χαμόγελα που συναντώ κάθε μέρα μου γίνονται μια ανυπόφορη συνήθεια.
Ποιος είναι ο λόγος οι άνθρωποι να πρέπει να χαμογελάνε; Μυρίζει πλαστικό και σάχλες διαφημίσεις όλη αυτή η κατάσταση. Μου μοιάζουν ολοένα πιο πολύ με τα προϊόντα τα οποία τους μοιράζω. Πιστεύω κάποια μέρα θα αρχίσει να γίνεται το αντίθετο. Θα παραδίδουμε ανθρώπους σε εμπορεύματα. Αυτά  ευγενικά θα χαμογελούν και θα δίνουν ένα φιλοδώρημα για τον ταλαιπωρημένο οδηγό.
Η πόλη είναι πλημμυρισμένη από χαμόγελα. Από πολύχρωμα χαμόγελα. Δεν χαμογελούν οι άνθρωπο όμως. Χαμογελούν οι διαφημίσεις για αυτούς. Είναι παντού. Το ίδιο αστραφτερό χαμόγελο. Πλέον αρχίζει να είναι τρομακτικό.
Η πόλη είναι μια τεράστια νεύρωση. Έφηβες που ανακαλύπτουν το σώμα τους και εξερευνούν το πρωτόγονο βλέμμα των υποανάπτυκτων αρσενικών, κύριοι με γραβάτες που δεν έχουν πρόσωπο, έφηβοι που προσπαθούν να αποδείξουν πως ανταποκρίνονται καλύτερα στον βάρβαρο κόσμο των ανδρών…ένα τεράστιο ρόλοι κουρδίζει αυτήν την τεράστια νεύρωση. Ο κόσμος έχει μάθει να κινείται όπως του δείχνουν τα φανάρια.
Ο φραπές ο όποιος ταλανίζεται στην θέση του οδηγού έχει αρχίσει να ζεσταίνεται. Πλέον δεν  μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη του λαιμού μου για κάτι δροσερό.
Ανάβω ένα τσιγάρο…
Συνήθως τα φανάρια προσφέρονται για τέτοια μικροπράματα. Το μυαλό μετά από κάποιες ώρες οδήγησης έχει την τάση να αποδρά από την πραγματικότητα . θέλει να σκέπτεται άλλους τόπους, καμία θηλυκή ύπαρξη που έτυχε να περάσει από το βλέμμα μου σε κάποιο μπαρ και διάφορες άλλες τυχαίες εικόνες. Στην ουσία είναι η άρνηση του σώματος μου να δεχθεί ότι πρέπει να συνεχίσει άλλες τόσες ώρες να κάνει το ίδιο πρίμα. Το ίδιο πράγμα που έκανε χτες και μάλλον θα κάνει και αύριο.
Το φανάρι ανάβει πράσινο….κόρνες ουρλιάζουν ηδη ώρα πρέπει να φύγω…

Η ιστορία της εύφορης κοιλάδας

                                                1

                                               
Το τοπίο γυρίζει παντού. Παντού νεκρά δέρματα φιδιών και κάτοικοι. Μια γυναίκα γυμνή ψάχνει την γιγάντια μηλιά. Ο  Ουρανός γκρίζος, προμηνύει βροχή. Ο άγνωστος περπάτα και θαυμάζει το τοπίο.
Είναι αργά για ανόητες ιστορίες σκέπτεται….

                                                     2

Τα άλογα με τους διαβάτες του ολέθρου σκόρπισαν τον θρήνο στην εύφορη κοιλάδα
Πτώματα και ερείπια, στολίδια στην έμπνευση του χεριού που αναζητά να εκπληρώσει την ανάγκη του για δημιουργία
Και τα παιδιά , εκλεπτυσμένα  προσπαθούν να ζωγραφίσουν  το τοπίο
Φώτα μοναξιά και θάνατος τα όνειρα των διαβάτων καθώς ξαποσταίνουν στην γιγάντια μηλιά
Το κοινό έντρομο παρακολουθεί και αναμένει την σειρά του για το πλοίο της λήθης
Ένα παιδί πλησιάζει και τους μπήγει ένα σπαθί στην κάρδια τους
Έτσι τελειώνει τη ζωγραφιά του…
Όπως και ο μύθος των 4 καβαλάρηδων

                                                       3

Το φως των κεριών τρεμοπαίζει….
«Μην πιστεύετε στον ήλιο.. προσφέρει ψεύδη…»
Σιγοψιθυρίζει και πνίγει τα λόγια του από το στόμιο της πηγής τους
Και ύστερα σιωπή…

                                                       4

Οι  κάτοικοι της εύφορης κοιλάδας κάποτε ήταν κλεισμένοι σε μια σπηλιά. Δεμένοι και να βλέπουν μπροστά τις σκιές από την φωτιά πίσω τους.
Οι σκιές ανθρώπων και πραγμάτων ήταν η μόνη και μοναδική αλήθεια
Ώσπου τα δεσμά χαλάρωσαν και ανακάλυψαν έξω από την σπήλια τον ήλιο της εύφορης κοιλάδας…
   

                                                        5

Αυτό που οφείλει να είναι, οφείλει να μην είναι
Αυτό που οφείλει να μην είναι,  οφείλει να είναι
Και το τοπίο μεταμορφώνεται αδιάφορα για τον μοναχικό παρατηρητή
Όλα μοιάζουν να χάνονται σε επισκιάσεις του αυριανού και χθεσινού καθρέπτη
Αυτά συλλογίζεται το ερειπωμένο σκιάχτρο καθώς τα κοράκια δεν το φοβούνται πια…

                                                        
                                                          6

Μην τολμήσεις να αγγίξεις το πρόσωπο από στάχτες ενός νεκρού θεού
Θα σωριαστείς ευθύς στις πύλες του Αδη
Χωρίς να μπορείς ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του ερώτα και του θανάτου
Χιλιάδες νεράιδες θα αναστήσουν αυτό το γέρικοι κορμί
Με μοναδικό ίσως σκοπό να αναχωρήσει στον άνεμο
Περιμένοντας τις πεταλούδες να δώσουν ξανά ομορφιά σε αυτό το τοπίο
Ένα ρόδο φύτρωσε  στην δύση, δίπλα στην νέα κοπέλα
Αυτή χαμογέλασε και ύστερα εξαφανίστηκε στα τραγούδια της νύχτας..

                                                           7

Αυτή είναι η ιστορία της εύφορης κοιλάδας
Μια ιστορία χαρούμενη, δίχως αφηγήσεις θανάτου και θλίψης
Δίχως αντιθέσεις
Τα πάντα ανθούν και ο χρόνος τραγουδά ιδία τον σκοπό του σήμερα, του χθες και του αύριο…
Η ευτυχία είναι ένα ρόδο που δεν μαραίνεται ποτέ
Ο άρχοντας δείχνει την ευγνομωσυνη του και οι κατοικοι τη δεχονται απλοχερα κανοντας με χαμόγελα την δουλεία τους
Το χειμώνα ετοιμάζονται την σοδειά του καλοκαιριού και ευγνωμονούν την θεά της γονιμότητας
Την άνοιξη ετοιμάζουν την περίλαμπρη γιορτή
Το φθινόπωρο η περίλαμπρη γιορτή δείχνει το μεγαλείο της ζωής. Ο άρχοντας κοιτάξει με χαρά τα παιδιά του
Ο άγνωστος χαμογελά καθώς βλέπει τα κοράκια να γιορτάζουν και να χορεύουν  γύρω από το άγαλμα του θεού…

                                                              
                                                                  
                                                        8

Θραύσματα αγγελικών πρόσωπων έπεσαν από τον ουρανό
Σχημάτισαν  το άγαλμα ενός γυάλινου θεού
Το φως είναι εκτυφλωτικό μέσα από το σώμα του
Οι πιστοί το δόξασαν δίχως δεύτερη σκέψη
Έτσι στήθηκε γιορτή προς τιμήν του
Περίλαμπρη γιορτή, δοξασία για την ευδαιμονία της εύφορης κοιλάδας
Έπιασε  βροχή
Το άγαλμα ράγισε..
Κάνεις δεν το πρόσεξε… το φως δεν έπαψε να αστράφτει στα μάτια των πιστών…
Ο άγνωστος χαμογέλασε …
Καθώς η γιορτή ετοιμαζόταν έφυγε…
Το άγαλμα θα γκρεμιζόταν μέσα  από το φως του…

                                                         9

Η βροχή δε σταματά. Ο άρχοντας μοιάζει δυστυχισμένος..
Το Αγάθο της ζωής τρεμόπαιζε σαν τα κεριά του παλατιού του
Ρώτησε τον προφήτη του
Με το βλήμα του Λαζάρου πηρέ απάντηση τη σιωπή
Την επόμενη μέρα κρεμασμένος αποβιβαζόταν στο πλοίο της λήθης
Δίχως ένα γράμμα…
Η νύχτα τελείωσε κάτω από μια τεράστια σιωπή…

                                                     
                                                       10

Ο άγνωστος διαβατής περπάτα απολαμβάνοντας την βροχή…
Το τοπίο μοιάζει ξένο…
4 καβαλάρηδες τον σταματούν και τον ρωτούν για την γιορτή της εύφορης κοιλάδας
Ο άγνωστος απάντησε
« η γιορτή είναι κει όπως πάντα ήταν εκεί…
Στην σπήλια τίποτα δεν αλλάζει, τα φωτά δεν σβήνουν  ποτέ καθώς ήταν και θα είναι πάντα εκεί…
Οι καθρέφτες μπροστά τους υπάρχουν για να ξεχάσουν οι κατοικοι ότι τα δεσμά τα έβαλαν ξανά με χαρά οι ίδιοι…»
Οι  4 καβαλάρηδες φόρεσαν την μάσκα του θανάτου και ξεκίνησαν για την εύφορη κοιλάδα
 Το τοπίο  γυρίζει… και ο διαβατής συνεχίζει την διαδρομή του…

Μικρές ιστορίες

                                                1

Η χιονάτη σκέπασε με τρυφερότητα το γυάλινο φέρετρο των επτά νάνων. Το πλήθος μαζεύτηκε να κλάψει αυτά τα μικρά πλάσματα. Η πριγκίπισσα κοιτά την βουβή ομορφιά της χιονάτης και τραβά στιλέτο κατευθείαν στην καρδιά της. το κοινό χειροκροτεί νομίζοντας πως θα γίνει ένα θαύμα….η χιονάτη ραγίζει και σπάει σαν τον παλιό καθρέπτη της μητριάς της…

                                                   2

Νύχτα…το δασός μοιάζει με ένα άγριο μέρος όπου οι σκιές του παίζουν παράξενα παιχνίδια. Χιλιάδες σκιές σταυρωμένων ξερνούν κραυγές για τον ερχομό κάποιας ελπίδας.
Μάταια όμως , ο ήλιος που κάνει την ιδία διαδρομή εδώ και αρκετά χρόνια αναζωπυρώνει τον πόνο τους. Πάραυτα είναι απλό…αν κουνηθούν λίγο, τα σκουριασμένα καρφιά από την υγρασία, θα βγουν από το σάπιο και γερασμένο ξύλο, το όποιο τους έχει φυλακίσει.
Το δασός ορθώνει τα ψηλά του δέντρα και εμποδίζουν το φως του φεγγαριού. Αυτό κάνει τη θεά ακόμα πιο τρομακτική..
Αυτός ο άγνωστος όμως, πρέπει να συνεχίσει την διαδρομή του. Παράξενες μουσικές ακούγονται από κάπου. Κάποιοι σήμερα γιορτάζουν κάτι πένθιμο. Ο άγνωστος προχώρα.
Στο τέλος της διαδρομής βρίσκεται ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Παρά τα χαλιά του είναι το μονό κατάλυμα για την νύχτα.
Το σπίτι είναι γεμάτο καθρέπτες , οι όποιοι δείχνουν παράξενες εικόνες….
Πονοκέφαλος… τα έπιπλα μοιάζουν να χάνονται  και η ζάλη μεγαλώνει..
Στα χεριά του διαβατή βρίσκεται μια σφύρα.. ένα έναν ευλαβικά τους σπάει
Μέσα από τα θραύσματα σχηματίζεται η έξοδος, o  άγνωστος κοιτά έξω και ελπίζει να έχει ξημερώσει…
 
                                                        3

Πρέπει να είναι νύχτα… το σπίτι έχει μια τεράστια αυλή όπου τα τείχη της ορθώνονται τόσο ψηλά ώστε τα μάτια σου να αδυνατούν να δουν  έξω. Μπροστά από τα ηδη ψηλά τείχη ορθώνονται γιγάντια πεύκα.
Τα πάντα τυλίγονται από μια απόχρωση γκρίζου.
Η νύχτα χαμογελά στους ενοίκους αυτού του σπιτιού.
Κάποια στιγμή στον δρόμο που είναι απέξω από το σπίτι εμφανίζεται ένα φως
Οι ένοικοι βγαίνουν έξω να δουν αν είναι κάποιος.
Αυτό που αχνοφαίνεται είναι μια τεράστια πολύχρωμη μπάλα, η οποία πλησιάζει και πιο πολύ.
Τελικά στον ορίζοντα μια παρέα κλόουν φαίνεται να πλησιάζει το σπίτι.
Η μπάλα μοιάζει να είναι στον αέρα αφού ένας κλόουν την παίζει περίτεχνα μέχρι αυτοί  οι ταξιδιώτες να φτάσουν τον προορισμό τους.
Σιωπή…μέχρι τα χαρούμενα τραγούδια των επισκεπτών να φτάσουν στα αφτιά των ενοίκων.
Αμέσως αρχίζουν τα παιχνίδια. Η μπάλα γίνεται το κέντρο  αυτής της ιδιόμορφης παρέας. Κάποια στιγμή η μπάλα φεύγει. Μια κοπέλα κλόουν η οποία έμοιαζε με τσιγγάνα με πλησίασε και άρχισε τα ερωτικά παιχνίδια.
Εκείνη την στιγμή όμως δεν ήμουν εγώ  αλλά κάποιος άλλος.
Και μια φωνή  οικεία , που ουρλιάζει να μην το κάνω.
Πάραυτα την παρακούω.
Την άλλη μέρα πάνω στη μια πλευρά του τοίχου ήταν ένα σεντούκι και ένα δοκάρι να κρέμεται από πάνω τού  . Οι περισσότεροι νομίζουν πως πρέπει να είναι κάποιος θησαυρός.
Κάτι φρικτό όμως έχει γίνει. Τα τραγούδια έχουν αλλάξει. Αφού μετακινιέται το δοκάρι, πρέπει να μετακινηθεί και το σεντούκι.
Τα τραγούδια παίζουν σε πένθιμο ρυθμό και εγώ έχω την αίσθηση πως η μικρή τσιγγάνα βρίσκεται νεκρή
Όμως δεν υπάρχει τίποτα παρά μια βαθειά τρυπά. Ξαφνικά νερό αρχίζει να αναβλύζει από αυτή τη τρυπά.
Ότι και να κάνουμε δε μπορούμε να το σταματήσουμε. Πλημμυρίζουν τα πάντα. προσπαθούμε να κλείσουμε την τρύπα αλλά μάταια. Το ξημέρωμα μας βρίσκει σε βάρκες να περισυλλέγουμε ανθρώπους και αντικείμενα…

                                                4

Μικρός έβλεπα ότι έκανα ποδήλατο (το τρίκυκλο ακόμα..) στο άχτιστο σπίτι που ήταν διπλά στο σπίτι της γιαγιάς μου. Κάτω από το σπίτι ήταν ένα οικόπεδο. Καθώς έκανα ποδήλατο έπεφτα  και πάλι βρισκόμουν να κάνω ποδήλατο στην οικοδομή ώσπου να πέσω και να ξαναδώ ότι κάνω ποδήλατο στην οικοδομή…ώσπου να πέσω .. να κάνω ποδήλατο και αυτό το όνειρο δεν τέλειωνε ποτέ…ακόμα και τώρα με τρομάζει….     

κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα..

Καθώς ο ανεμιστήρας προσπαθεί να με δροσίσει ανεπιτυχώς ενώ έχει σαράντα βαθμούς κελσίου, μια φίλη προσπαθεί απελπισμένα να διαβάσει για τη σχολή της.Αναλογιζόμενος κάτι απρόσμενες συναντήσεις, σκεφτόμουν τι σημασία μπορούν να έχουν οι επιπτώσεις τους. Η κατάρα και η ελπίδα ταυτίζονται στις δίχως νόημα περιπλανήσεις στο κέντρο της πόλης

Μαλακίες…

Ότι θέλει να γραφτεί στο χαρτί ή να από-μνημονευτεί δεν δηλώνει κάποια είδους απουσία;

Ίσως δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό ή ίσως ακόμα πρέπει να γραφτεί και αυτό
Και πάλι μαλακίες..

Όσο το χαρτί λερώνεται τόσο σημειώνεται η απουσία
Η κατάρα του κύκλου
Δεν τελειώνει σε κάποια γωνία αλλά επαναλαμβάνεται το ηδη ειπωμένο

Π=3.14                                                                                                                    

Ένα άσχημο όνειρο..

Σε είδα να σημαδεύεις με τη κάννη στο κεφάλι
Τότε μου είπες ότι δεν άντεχες τον πονοκέφαλο
Σε λίγο…οι σφαίρες  θα τραγούδησαν στον αέρα
Σε είδα σε μια διαφημιστική ταμπέλα στην Αχαρνών
Να χαμογελάς..
Ξανά και ξανά ανάμεσα στις λεωφορειολωρίδες
Και το βαθύ κόκκινο να σημαδεύει τα όνειρα μου

 

 Νιώθω να περπατώ σε τεντωμένο σχοινί


Γελώ ξανά και ξανά γιατί απλά ξέρω ότι δε θα σπάσει…
Τα χεριά μου όπλα που σκοτώνουν κάθε περαστική σκέψη
Ένα περιφερόμενο κάτι στους δρόμους της Αθηνάς
Θα ήθελα πραγματικά να ζωντανέψω το πτώμα που κείτεται μπροστά μου
Θα ξαναβάλω τα μυαλά σου στις θέσεις τους
Θα σκίσω την αφίσα στην Αχαρνών
Θα σβήσω τα χαμογελά των περαστικών
Θα φυτεύσω τη ματωμένη σφαίρα να γίνω δέντρο
Και από κει θα πυροβολώ με τα χεριά κάθε κουφάρι
Ίσως να φυλάξω και μια τελευταία σφαίρα για το εγώ μου
Και όταν ξυπνήσω από αυτό
Και βεβαιωθώ αν ήταν όνειρο ή όχι
Θα ξεκινήσω χαρούμενος για το κοντινότερο νεκροταφείο
Να συναντήσω εμάς να ποζάρουμε γυμνοί για μια γυμνή φωτογραφία του αύριο

Το παραμύθι μιας ξένης χώρας

Τα χαμόγελα παύουν… κάποιοι κύριοι τραγουδούν ένα θλιβερό σκοπό στο κέντρο ενός πολύχρωμου κήπου, περιμένοντας το φθινόπωρο…τη στιγμή που το τοπίο θα αλλάξει και θα γεμίσει αγκάθια για να πληγώνει τους περίεργους επισκέπτες.
Τι να σκέφτεται άραγε το μικρό κοριτσάκι που τα κοιτάζει όλα αυτά από τον ψηλό πύργο;
Ίσως ιστορίες με χαρούμενο τέλος όπου όλοι θα είναι ευτυχισμένοι και άλλοι ακόμα καλύτερα…όμως τα παραμύθια έχουν φτιαχτεί για να μη θυμάσαι τη ζωή, συλλογίζεται…και κλείνει το παράθυρο. Έτσι οι επισκέπτες δε μπορούν να συλλογίζονται τι συλλογίζεται το μικρό κοριτσάκι και παύουν να ενδιαφέρονται και για τον ίδιο τον κήπο.
Αλλά τη μέρα όμως έχει διαδεχτεί η νύχτα και ένα άλλο φως διαχέεται στο χώρο. Όλοι αρχίζουν να χορεύουν βαλς χωρίς να ξέρουν ποιος είναι ο παρτενέρ τους. Σημασία έχει ο ρυθμός. Οι θλιμμένες του νότες, οι οποίες ακούγονται από το σπίτι του κουτσού παιχνιδιού. Κάθε τέτοια νύχτα, οργανώνει τη μουσική μέσα από τα σωθικά του.
Και αποφασίζει το ίδιο να χορεύει, ξεδιπλώνοντας ευχές και κατάρες χωρίς να τον νοιάζουν τα έκπληττα μάτια των   προσκεκλημένων του. Θυμάται πως κάποτε δεν ήταν κουτσό και μπορούσε να χορεύει στα λιβάδια καγχάζοντας για τα κατορθώματα του. Τώρα δεν έμεινε τίποτα από όλα αυτά. Όταν τελειώνει η μουσική μένει θλιμμένο και μόνο του. Δίχως πλέον να μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες. Το μόνο που του έχει μείνει, είναι να περιμένει το φθινοπωρινό χορό. Ο χορός όμως σύντομα τελειώνει. Αρχίζει ο χειμώνας και τα πάντα τυλίγονται σε μια απόλυτη και απλή λευκότητα.
Το τοπίο δε λέει ψέματα.. απλώς είναι λευκό.. τίποτα δεν κινείται.. μόνο ότι θέλει να αφήσει κάποιο ίχνος στο χιόνι  όπου και αυτό θα σβηστεί μετά από λίγα λεπτά.
Ένα παιδί θέλει να αγγίξει το χώρο…να γίνει ένα με αυτόν…θέλει να δει το μικρό κοριτσάκι και να ακούσει το βαλς του κουτσού ξύλινου παιχνιδιού. Ο χειμώνας όμως δε συγχωρεί…το βλέμμα του αγοριού ακόμα κοιτά με απορία…
Το τεράστιο δέντρο υψώνεται στο μέσο της διαδρομής. Χιονισμένο και αγέρωχο, δίχως ένα φύλο πεσμένο στο χώμα ακόμα και αν το χιόνι έχει σκεπάσει το κορμί του. Είναι, ήταν και θα είναι για πάντα εκεί. Ένα σημείο που στέκει αγέρωχο για τους περιέργους ταξιδιώτες. Το αγόρι με τη μικρή του κουβέρτα, κάθεται στις στοργικές του ρίζες, παίρνοντας λίγη από τη ζεστασιά του. Το κρύο του χειμώνα δε δείχνει έλεος. Το σώμα του μικρού αγοριού σκεπάζεται με χιόνι. Το αγόρι παραδίνεται στην αγκαλιά των αιωνίων ονείρων.
Ίσως έτσι να μη ξαναπονέσει ποτέ στις περιπλανήσεις του. Το αγόρι έμεινε όμως θλιμμένο. Ο χώρος είναι κρύος και αφιλόξενος και δεν πρόλαβε να αντικρύσει το κοριτσάκι στο πύργο.
Τι είναι όμως η περιπλάνηση  αν κάποτε καταφέρεις το σκοπό για τον όποιο  ξεκίνησες να περιπλανιέσαι;
Το αγοράκι κείτεται γαλήνιο κάτω από το τεράστιο δέντρο. Ακούει μουσικές πριν κλείσει τα μάτια του.
Γελωτοποιοί παίρνουν μπροστά του  με περίεργα όργανα. Παίζουν λες και πάνε σε κάποια γιορτή. Μελωδίες πλημμυρίζουν το χώρο και το χιόνι γίνεται αραιό. Κάνεις όμως δε βγαίνει από το σπίτι του να ακούσει τη μουσική.
Πολύχρωμοι γελωτοποιοί αφού έχασαν το βασιλιά τους περιπλανιούνται άσκοπα σε αυτή τη χωρά. Κάνεις πλέον δεν ενδιαφέρεται να ακούσει τη μουσική του. Η μουσική γίνεται ολοένα και πιο θλιμμένη. Δε παίζουν πλέον χαρμόσυνες μελωδίες μόνο σειρές  από λίγες νότες και πένθιμο ρυθμό.
Τριγυρνούν από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη αλλά οι πόρτες είναι κλειστές.
Άλλωστε, αυτοί που τους υποδεχόταν κάποτε με χαμογελά, τώρα κρύβουν το βλέμμα τους για να μη φάνει ότι υπάρχουν.
 Πάντα γυρνούν στο ερειπωμένο σκιάχτρο με το τρύπιο και μεγάλο καπέλο και η νύχτα γεμίζει με φωνές και τραγούδια. Μόνο αυτό ακούει ακίνητο τις μελωδίες τους και χαμογελάσει. Συχνά διηγείται ιστορίες δίκες του και άλλων.
Πολλές φόρες , αυτός ο μοναχικός παρατηρητής διηγείται παράξενες ιστορίες στο ιδιόμορφο κοινό του. Μόνο όταν πλησιάζει η μέρα, , οι πολύχρωμοι γελωτοποιοί φεύγουν και το ερειπωμένο σκιάχτρο μένει μόνο να παρατηρεί τις εποχές που αλλάζουν. Κάποια μικρά δάκρυα κυλούν από το ερειπωμένο σκιάχτρο. Τα κοράκια δεν τον φοβούνται πια και γελούν μαζί του. Αυτό μένει μόνο του να σιγοτραγουδά το μοναχικό του σκοπό.
Έρχεται η νύχτα , το τοπίο μεταμορφώνεται . Οι εποχές αλλάζουν. Ένα μικρο παιδί στον πύργο ζωγραφίζει το ερειπωμένο σκιάχτρο  αν και είναι νύχτα.
Αυτό μένει καθηλωμένο να διηγείται αδιάκοπα. Ιστορίες για ξένους ανθρώπους και ξένους τόπους. Το μικρό παιδί δε κουράζεται να ζωγραφίζει το ερειπωμένο σκιάχτρο. Το μικρό παιδί έτσι, παρηγορεί το μοναχικό σκιάχτρο και για αυτό συνεχίζει να λέει με πάθος τις ιστορίες του.
Κάποτε ήταν κάποιοι γεροί οι όποιοι ξύπνησαν τα πρωινά και σιγοψιθύριζαν αναμνήσεις  από το ένδοξο παρελθόν τους. Κάθε φορά όμως που το διηγούνται κοιτιούνται με θλίψη. Για αυτό λόγο συνεχίζουν να εκθειάζουν το Τότε με περίλαμπρες λέξεις και γιορτινές σημασίες. Το μικρό παιδί δε κουραζόταν να ζωγραφίζει τα τόπια που περιέγραφαν αυτοί οι κουρασμένοι ταξιδιώτες.
Το μικρό αγόρι ξεκινά την περιπλάνηση του. Θέλει να ζωγραφίσει τις δίκες του ιστορίες. Ιστορίες για την κοπέλα στο πύργο και για ένα ξύλινο άλογο. Ακόμα και για ένα μοναχικό σκιάχτρο. Η άνοιξη ξεκινά…
Τα χαμογελά παύουν κύριοι…