Το παραμύθι μιας ξένης χώρας

Τα χαμόγελα παύουν… κάποιοι κύριοι τραγουδούν ένα θλιβερό σκοπό στο κέντρο ενός πολύχρωμου κήπου, περιμένοντας το φθινόπωρο…τη στιγμή που το τοπίο θα αλλάξει και θα γεμίσει αγκάθια για να πληγώνει τους περίεργους επισκέπτες.
Τι να σκέφτεται άραγε το μικρό κοριτσάκι που τα κοιτάζει όλα αυτά από τον ψηλό πύργο;
Ίσως ιστορίες με χαρούμενο τέλος όπου όλοι θα είναι ευτυχισμένοι και άλλοι ακόμα καλύτερα…όμως τα παραμύθια έχουν φτιαχτεί για να μη θυμάσαι τη ζωή, συλλογίζεται…και κλείνει το παράθυρο. Έτσι οι επισκέπτες δε μπορούν να συλλογίζονται τι συλλογίζεται το μικρό κοριτσάκι και παύουν να ενδιαφέρονται και για τον ίδιο τον κήπο.
Αλλά τη μέρα όμως έχει διαδεχτεί η νύχτα και ένα άλλο φως διαχέεται στο χώρο. Όλοι αρχίζουν να χορεύουν βαλς χωρίς να ξέρουν ποιος είναι ο παρτενέρ τους. Σημασία έχει ο ρυθμός. Οι θλιμμένες του νότες, οι οποίες ακούγονται από το σπίτι του κουτσού παιχνιδιού. Κάθε τέτοια νύχτα, οργανώνει τη μουσική μέσα από τα σωθικά του.
Και αποφασίζει το ίδιο να χορεύει, ξεδιπλώνοντας ευχές και κατάρες χωρίς να τον νοιάζουν τα έκπληττα μάτια των   προσκεκλημένων του. Θυμάται πως κάποτε δεν ήταν κουτσό και μπορούσε να χορεύει στα λιβάδια καγχάζοντας για τα κατορθώματα του. Τώρα δεν έμεινε τίποτα από όλα αυτά. Όταν τελειώνει η μουσική μένει θλιμμένο και μόνο του. Δίχως πλέον να μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες. Το μόνο που του έχει μείνει, είναι να περιμένει το φθινοπωρινό χορό. Ο χορός όμως σύντομα τελειώνει. Αρχίζει ο χειμώνας και τα πάντα τυλίγονται σε μια απόλυτη και απλή λευκότητα.
Το τοπίο δε λέει ψέματα.. απλώς είναι λευκό.. τίποτα δεν κινείται.. μόνο ότι θέλει να αφήσει κάποιο ίχνος στο χιόνι  όπου και αυτό θα σβηστεί μετά από λίγα λεπτά.
Ένα παιδί θέλει να αγγίξει το χώρο…να γίνει ένα με αυτόν…θέλει να δει το μικρό κοριτσάκι και να ακούσει το βαλς του κουτσού ξύλινου παιχνιδιού. Ο χειμώνας όμως δε συγχωρεί…το βλέμμα του αγοριού ακόμα κοιτά με απορία…
Το τεράστιο δέντρο υψώνεται στο μέσο της διαδρομής. Χιονισμένο και αγέρωχο, δίχως ένα φύλο πεσμένο στο χώμα ακόμα και αν το χιόνι έχει σκεπάσει το κορμί του. Είναι, ήταν και θα είναι για πάντα εκεί. Ένα σημείο που στέκει αγέρωχο για τους περιέργους ταξιδιώτες. Το αγόρι με τη μικρή του κουβέρτα, κάθεται στις στοργικές του ρίζες, παίρνοντας λίγη από τη ζεστασιά του. Το κρύο του χειμώνα δε δείχνει έλεος. Το σώμα του μικρού αγοριού σκεπάζεται με χιόνι. Το αγόρι παραδίνεται στην αγκαλιά των αιωνίων ονείρων.
Ίσως έτσι να μη ξαναπονέσει ποτέ στις περιπλανήσεις του. Το αγόρι έμεινε όμως θλιμμένο. Ο χώρος είναι κρύος και αφιλόξενος και δεν πρόλαβε να αντικρύσει το κοριτσάκι στο πύργο.
Τι είναι όμως η περιπλάνηση  αν κάποτε καταφέρεις το σκοπό για τον όποιο  ξεκίνησες να περιπλανιέσαι;
Το αγοράκι κείτεται γαλήνιο κάτω από το τεράστιο δέντρο. Ακούει μουσικές πριν κλείσει τα μάτια του.
Γελωτοποιοί παίρνουν μπροστά του  με περίεργα όργανα. Παίζουν λες και πάνε σε κάποια γιορτή. Μελωδίες πλημμυρίζουν το χώρο και το χιόνι γίνεται αραιό. Κάνεις όμως δε βγαίνει από το σπίτι του να ακούσει τη μουσική.
Πολύχρωμοι γελωτοποιοί αφού έχασαν το βασιλιά τους περιπλανιούνται άσκοπα σε αυτή τη χωρά. Κάνεις πλέον δεν ενδιαφέρεται να ακούσει τη μουσική του. Η μουσική γίνεται ολοένα και πιο θλιμμένη. Δε παίζουν πλέον χαρμόσυνες μελωδίες μόνο σειρές  από λίγες νότες και πένθιμο ρυθμό.
Τριγυρνούν από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη αλλά οι πόρτες είναι κλειστές.
Άλλωστε, αυτοί που τους υποδεχόταν κάποτε με χαμογελά, τώρα κρύβουν το βλέμμα τους για να μη φάνει ότι υπάρχουν.
 Πάντα γυρνούν στο ερειπωμένο σκιάχτρο με το τρύπιο και μεγάλο καπέλο και η νύχτα γεμίζει με φωνές και τραγούδια. Μόνο αυτό ακούει ακίνητο τις μελωδίες τους και χαμογελάσει. Συχνά διηγείται ιστορίες δίκες του και άλλων.
Πολλές φόρες , αυτός ο μοναχικός παρατηρητής διηγείται παράξενες ιστορίες στο ιδιόμορφο κοινό του. Μόνο όταν πλησιάζει η μέρα, , οι πολύχρωμοι γελωτοποιοί φεύγουν και το ερειπωμένο σκιάχτρο μένει μόνο να παρατηρεί τις εποχές που αλλάζουν. Κάποια μικρά δάκρυα κυλούν από το ερειπωμένο σκιάχτρο. Τα κοράκια δεν τον φοβούνται πια και γελούν μαζί του. Αυτό μένει μόνο του να σιγοτραγουδά το μοναχικό του σκοπό.
Έρχεται η νύχτα , το τοπίο μεταμορφώνεται . Οι εποχές αλλάζουν. Ένα μικρο παιδί στον πύργο ζωγραφίζει το ερειπωμένο σκιάχτρο  αν και είναι νύχτα.
Αυτό μένει καθηλωμένο να διηγείται αδιάκοπα. Ιστορίες για ξένους ανθρώπους και ξένους τόπους. Το μικρό παιδί δε κουράζεται να ζωγραφίζει το ερειπωμένο σκιάχτρο. Το μικρό παιδί έτσι, παρηγορεί το μοναχικό σκιάχτρο και για αυτό συνεχίζει να λέει με πάθος τις ιστορίες του.
Κάποτε ήταν κάποιοι γεροί οι όποιοι ξύπνησαν τα πρωινά και σιγοψιθύριζαν αναμνήσεις  από το ένδοξο παρελθόν τους. Κάθε φορά όμως που το διηγούνται κοιτιούνται με θλίψη. Για αυτό λόγο συνεχίζουν να εκθειάζουν το Τότε με περίλαμπρες λέξεις και γιορτινές σημασίες. Το μικρό παιδί δε κουραζόταν να ζωγραφίζει τα τόπια που περιέγραφαν αυτοί οι κουρασμένοι ταξιδιώτες.
Το μικρό αγόρι ξεκινά την περιπλάνηση του. Θέλει να ζωγραφίσει τις δίκες του ιστορίες. Ιστορίες για την κοπέλα στο πύργο και για ένα ξύλινο άλογο. Ακόμα και για ένα μοναχικό σκιάχτρο. Η άνοιξη ξεκινά…
Τα χαμογελά παύουν κύριοι…