H ιστορία του ανθρώπου εκείνου

Είδα κάποιον να προσπαθεί να πιάσει τον ουρανό με τα χέρια του
Να ταξιδέψει με το πλοίο του στα άστρα
Αυτός μου μίλησε για ευνουχισμένους ποιητές
Αυτούς που αρνήθηκαν πραγματικά τη συγκατάβαση του πραγματικού
Αυτούς που γνώρισαν την άρνηση τον χλευασμό και τα φάρμακα
Αυτούς που τριγυρνούν σα φαντάσματα
Στην μοναξιά τις πλατείες και τα ψυχιατρεία
Όχι αυτοί δεν είναι ποιητές είπε
Πήρε το πλοίο του και έφυγε
Σε χώρες ξένες και μακρυνές
Χαμογελώντας και καπνίζοντας ένα πούρο

Είδα κάποιον  να μιλά για τα άστρα
Αυτός δεν είχε πλοίο
Δεν είχε κάποιο ουρανό
Είχε ναυαγήσει στη γη της συγκατάβασης
Τριγυρνούσε και μιλούσε για το ιερό της τέχνης
Μέσα  από ματαιόδοξες γιορτές και φιλοφρονήσεις
Δίχως να γνωρίζει τις απαιτήσεις του έρωτα και του θανάτου
Το πλοίο  τρύπιο και  έρημο στην ακτή
Έφυγα τρέχοντας κοιτώντας τον ουρανό
Κάποιο άστρο θα είναι δικό μου

Στο άγαλμα ενός πλαστά όμορφου αγγέλου

Στο άγαλμα ενός πλαστά όμορφου αγγέλου
Εκεί που πέτρινα άνθη παίρνουν μορφές απροσδιόριστα ανθρώπινες
Ανάπηρες αισθήσεις δημιουργούν τόπους με ευχές ανίερης ψευδαίσθησης
Η πλάνη του πραγματικού ζωγραφίζει νέους ήλιους
Μέσα από χιλιάδες χεριά τυφλών
Χιλιάδες επιθυμίες ξεπροβάλλουν χιλιάδων ειδώλων
Στην αέναη κίνηση μιας αόριστης επανάληψης της επανάληψης
Οι ήλιοι δύουν…
Τα είδωλα χάνονται σε τόπους ανίερης ψευδαίσθησης
Υπήρξε ποτέ άγαλμα;
Οι τρελοί γελώντας παίρνουν την εκδίκηση τους…

Για την αυγή

 Ξέρω κάποια μέρα πως θα είμαστε μαρμάρινα αγαλματίδια
Στις παρυφές ενός υψηλού βουνού
Και με την επιθυμία ενός χορού
Θα κοιτάμε τον γυάλινο ουρανό χαζεύοντας
Επιδεικτικά να αστράφτει

Μόνο  οι πέτρινοι στρατιώτες έμειναν
Να φύλανε άδεια σπίτια
Σε μια άγονη γη
Ανάμεσα σε παλιές δοξασίες
Και οι χρωματιστές φιγούρες απόκληροι των ονείρων
Θα είναι εξόριστοι μια για πάντα από την συμπάθεια μας

Και εμείς που θελήσαμε να δαμάσουμε τον κεραυνό
Χαθήκαμε μέσα στην ιδία μας την φλόγα
Πριν ξημερώσει όμως
Η φωτιά θα τραγουδήσει τον πύρινο σκοπό της
Για όταν έρθει η αυγή
Να μη φωτίσει αυτό που πάντα θα ήταν